Thursday, September 28, 2006

Λουκετάκι


με φωνάζουν νέα ταξίδια! Θα ήθελα να με θυμάστε σαν μία ευχή για σας μέσα στο σκοτάδι!

Να είσαστε όλοι καλά!

Wednesday, September 27, 2006

Όνειρα γλυκά!


ξέχνα την κουρασή σου
ό,τι σε πλήγωσε
και Καληνύχτα
μέσα στης αγκαλιάς μου
την αλήθεια

Καλημέρα!

όσα είχα να σου πω τα φύτεψα στον ονειρόκηπο που κάθε βράδυ κοιμόμαστε αγκαλιά!
Την αγάπη μου την ανακάτεψα στο κουτάκι του καφέ σου, (εγώ πίνω πάντα πράσινο τσάι)...
Βγαίνω... θ' αργήσω... να ομορφοπερνάς!

Σου στέλνω και το χαμόγελό μου από καρδιάς!
Έχεις ανάγκη από κάτι άλλο;

Monday, September 25, 2006

Η ελπίδα του κόσμου


Το χάραμα της πρώτης μέρας, μετά τον ολιγόλεπτο μα άκρως καταστροφικό Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο, μέσα στα συντρίμμια μιας ψηλής πολυκατοικίας, ακούστηκε δυνατά το κλάμα ενός νεογέννητου μωρού, που ήταν ακόμα τυλιγμένο στα υγρά της μητέρας του, που πριν από λίγο είχε ξεψυχήσει χτυπημένη από ένα ντουβάρι και που παραπονιόταν σπαραχτικά για την άτυχή του μοίρα.

Μέσα στην αποπνιχτική ατμόσφαιρα, φάνηκε ένα λαμπερό τόξο που ξεκινούσε από τον ουρανό και κατέληγε στο κεφάλι του ανήσυχου μωρού. Μόλις το παιδάκι εξοικειώθηκε με την λάμψη, αντίκρισε γύρω του τρία περίεργα άτομα και παρόλο που δεν του ήταν καθόλου οικεία, το έκαναν να σταματήσει το κλάμα του και να τα κοιτά σαστισμένο, μα και γαλήνιο.
-Ποιοι είστε εσείς; Ρωτούσε η ματιά του.
-Οι τρεις άγγελοί σου! Απάντησαν ήρεμα εκείνοι.

Το μωρό τότε με πολύ κόπο, άνοιξε διάπλατα τα μάτια του και προσπάθησε να τους κοιτάξει καλύτερα. Ο πρώτος άγγελος με τη σύριγγα στον ώμο, το πλησίασε περισσότερο και του χάιδεψε το κεφαλάκι.
-Τι είναι αυτό εκεί; Ρώτησε το μωρό, δείχνοντας τη σύριγγα.
-Είναι η φυλακή μου! Επειδή δεν μπορούσα να αντέξω την αλήθεια, αντάλλαξα την ελευθερία της ψυχής μου, με το αιώνιο ψέμα. Εσύ όμως δεν θα γίνεις σαν εμένα. Του απάντησε.

Πριν αντιδράσει το μωράκι, το πλησίασε ο δεύτερος άγγελος με το πιστόλι στον ώμο.
-Τι είναι αυτό εκεί; Ξαναρώτησε το μωρό, δείχνοντας το όπλο.
-Είναι η φυλακή μου! Επειδή δεν μπορούσα να αντέξω την αδυναμία μου, αντάλλαξα τον τρόμο της ψυχής μου με τη δύναμη, να αποδείξω σε όλους τους άλλους τη δική τους αδυναμία κι έτσι τους σκότωνα. Εσύ όμως δεν θα γίνεις σαν εμένα. Εξήγησε κι αυτός ο άγγελος.

Ο τρίτος άγγελος με τα λεφτά στον ώμο, πήρε στην αγκαλιά του το μωρό και του μίλησε με γλυκιά και τρυφερή φωνή.
-Κι εμένα το χρήμα έγινε η φυλακή μου. Πούλησα τα πάντα και όταν δεν είχα πια τίποτα να δώσω, αντάλλαξα την φτώχεια της ψυχής μου, με τον πλούτο της πλάνης. Εγώ έδινα ναρκωτικά και όπλα στους άλλους και πλούτιζα με τη μιζέρια τους. Εσύ όμως δεν θα γίνεις σαν εμένα.

Το μωρό δεν μπορούσε να πει κάτι άλλο κι έπεσε σε περισυλλογή. Οι τρεις άγγελοι το περιποιήθηκαν και έκαναν να ανέβουν στο φωτεινό τους τόξο για να γυρίσουν στον ουρανό. Λίγο πριν ξεκινήσουν το μωρό χαμογέλασε πονηρά και τους ρώτησε:
-Απαίσια ακούγονται όσα κάνατε, μα για πείτε μου, κι εσείς κάποτε δεν είσαστε σαν εμένα;

Οι άγγελοι κούνησαν καταφατικά τα κεφάλια τους. Το μωρό σοβάρεψε και ρώτησε:
-Τότε γιατί λέτε πως δεν θα γίνω κι εγώ σαν εσάς; Και πως εσείς τόσο αμαρτωλοί γίνατε άγγελοι;

Οι άγγελοι όμως ήδη πετούσαν. Το μωρό άνοιξε τα χεράκια του σε σχήμα σταυρού και αποκοιμήθηκε ευχαριστημένο, αφού είχε προλάβει να διαβάσει την απάντηση που οι άγγελοι του χάραξαν στον ουρανό:
-Για κανένα μην απελπίζεσαι! Και δεν θα γίνεις σαν εμάς, γιατί εσύ είσαι η Ελπίδα του Κόσμου!

Saturday, September 23, 2006

Νότες στον ουρανό μου


Πόσο το παν πόσο το τίποτα
πόσο το δικό μου το δικό σου;
Δεν έχει τιμή ο παράδεισος
ούτε η κόλαση κόστος
Αυτό το ταξίδι δεν έχει γυρισμό
άξιζε η προσμονή! Άξιζε!

Όταν το ξύδι γίνεται μέλι
το φιλί ζάχαρη
λιγώνει τον καιρό
κι εκείνον που ζούσαμε χώρια
και το μαζί.
Τώρα κι εγώ γνωρίζω
θάνατος δεν υπάρχει
κι ευτυχώς αθανασία δε λαχτάρησα ποτέ
Κοινή θνητή είμαι που πεθαίνει
κι ανασταίνεται στη σκέψη σου

Σ’ ευχαριστώ για τον ίλιγγο
και την ασφυξία!
Εγώ και πιο πολύ το παιδί που ξυπνάς μέσα μου
σε ευγνωμονούμε!
Ευτυχώς ήξερες πως για να γίνω δικιά σου
πρέπει να με σκοτώσεις
Να θάψεις ότι με αποτελούσε πριν από σένα.

Ένα μαζί και χώρια ένα.

Όχι δεν είναι ερωτικές αυτές οι λέξεις
Γιατί ο έρωτας με είχε μάθει αλλιώς Α Γ Α Π Η μου!

Friday, September 22, 2006

Έρχεται κρύο!

Να ντύνεσαι καλά λέει το τραγουδάκι και ναι δεν είπα πουθενά για μας τους δύο. Γιατί ακόμα δεν έχω μάθει να λέω με λέξεις το θαύμα. Το νιώθω όμως το έχω περάσει στους ώμους και δε με νοιάζει, όσο κι αν βρέξει, κι αν φυσήξει!

Δεν έχω μια φωτογραφία σου γιατί δε χωρά το συναίσθημα μέσα σε μια εικόνα μάτια μου. Έχω στην κορνίζα της καρδιάς μου, το χαμόγελο της ψυχής σου το φυλάω σαν κόρη οφθαλμού, όποτε το χάνεις να στο ξαναδίνω…

Έρχεται κρύο κοίτα να ντύνεσαι καλά, φόρα όσο σε χωρά τη μεταξωτή αραχνοΰφαντη μας αγάπη!
Αυτά είπε το κορίτσι κοιτώντας τη θάλασσα και βγήκε στους δρόμους…

Thursday, September 21, 2006

"Διάλογος"


Εκείνη που για ευκολία θα ονομάσω Η, είναι γύρω στα σαράντα και σιδερώνει. Εκείνος που θα τον λέω Ο, είναι σαράντα-δύο και φτιάχνει ένα παζλ.

Ο: σήμερα στη δουλειά έγινε χαμός! Θέλουν να διώξουν δύο από τη μηχανογράφηση,
οπότε μένει ο Φώτης κι εγώ, δηλαδή εγώ να δουλεύω για τέσσερις…

Η: εδώ και μέρες έχω δυνατές σουβλιές χαμηλά στην κοιλιά. Έκλεισα ραντεβού με
τον Αντωνίου, αλλά πρώτα πρέπει να κάνω υπέρηχο.

Ο: τρελοκομείο ο Σταύρος, με πήρε στο γραφείο να μου πει πως σχεδιάζουν με τη
Γωγώ να κάνουν τα Χριστούγεννα το γύρο των παγωμένων λιμνών της Αυστρίας.
Εδώ καράβια χάνονται βαρκούλες αρμενίζουν! Του είπα πως είμαστε στενάχωρα.

Η: ξέχασα να σου πω αν πεινάς, έχουν μείνει δύο κομμάτια σπανακόπιτα…

Ο: θέλει σέρβις η σακαράκα… όλο ζητάει αυτό το αυτοκίνητο πια.

Η: κατάλαβα πως η ξαδέρφη σου δε θέλει δώρα στο γάμο της, προτιμούν μετρητά.

Ο: τίποτα, θα ζητήσω αύξηση, αν τους διώξουν

Η: Πάω να κάνω ντους και μετά θα κοιμηθώ είμαι πτώμα!

Μετά από λίγο ο Ο ανοιγοκλείνει την τηλεόραση, παίρνει το πορτοφόλι του και ανοίγει την πόρτα.

Ο: πείνασα, από ότι θυμάμαι δεν έχουμε τίποτα πάω να πάρω σουβλάκια κι ένα dvd
να δούμε αγκαλίτσα!

Φεύγει. Κι από το μπάνιο ακούγεται η Η:
- νυστάζω! Θα κοιμηθώ σου λέω… Αύριο πάω για το υπερηχογράφημα…

Wednesday, September 20, 2006

?


με ποιον ήσουν ευτυχισμένη στο παρελθόν;
Ρώτησε πριν με καληνυχτίσει κάποιος που γενικά ενδιαφέρεται.

Ευτυχώς με τον εαυτό μου, όπως και τώρα! Γιατί αν δεν είσαι ευτυχισμένος με τον εαυτό σου τι να περιμένεις από τους άλλους;

Κι αν περιμένεις από τους άλλους όταν αυτοί λακίσουν πάει η ευτυχία;

Tuesday, September 19, 2006

Νεύμα


Αφού περπάτησα αντίθετα στο ρεύμα
και πότισα τη γη ιδρώτα μανιακό
έφτασα στης ανάσας σου το τέρμα
χωρίς αντίβαρο πάθος συμβατικό

Όλα στα δίνω με ρυθμό που εκβιάζει
την αντοχή σου και τα όρια της καρδιάς
μα αν η ταχύτητα μου με υστερία μοιάζει
δώσε το tempo όταν μέσα μου πετάς

Αφού περπάτησα αντίθετα στο ήθος
που επιβάλουνε στη γη οι λογικοί
ήρθα να ακούσεις πως τρελαίνεται
ο ήχος όταν το σώμα κατακτάει την ψυχή

Friday, September 15, 2006

Πτήσεις

το αίμα μου κυλάει
προς τον ουρανό
απλώνει στο γαλάζιο
το πέταγμά του
και γίνεται σημάδι
αιρετικό
κόντρα στις χρεώσεις
του θανάτου
γιατί τέλος δεν είναι
σαν το κορμί
θα γίνει πάλι ένα
με το χώμα
μα σαν θέλει η ψυχή μου
να πάει ψηλά
κι αφήνει τα όνειρά της
να κάνουν λιώμα

θα απουσιάσω... Καλό Σαββατοκύριακο!


Eκβιασμός


ή παντρευόμαστε ως το τέλος του χρόνου,
είπε αυτός, ή…

Χωρίζουμε! Απάντησα κι έφυγα μες τη μαύρη νύχτα.
Γιατί αυτά τα «ή» μόνο αγάπη δεν είναι…
Κατάλαβες;

Wednesday, September 13, 2006

Η Ανδρομέδα και ο Ιππότης


Όταν έχει τρελό κύμα, κατεβαίνω στην άκρη των βράχων και στέκω ακίνητη, σαν τη γοργόνα στη μύτη του καραβιού. Η θάλασσα μου πετάει διαμάντια και μου τα λέει όλα… Μυστικά, τραγούδια, παραμύθια, κόλπα, ό,τι έχει και δεν έχει. Τις περισσότερες φορές γυρίζω σπίτι μουσκεμένη και ευτυχισμένη. Μπορεί να έχω κλάψει, να έχω σπαράξει παρέα με τα κύματα, μα η ψυχή μου γίνεται λαμπίκο και βρίσκει το δρόμο για την ένωση με το άπειρο της χαρά!
Πριν λίγες μέρες καθώς παρακαλούσα τον Ποσειδώνα να στείλει θαλασσινό ίαμα σε ένα αγαπημένο μου πρόσωπο που το πονούσε ο λαιμός του, εκεί που είχαμε αρχίσει να τα βρίσκουμε με τον αγριεμένο θαλασσοκράτορα, εμφανίστηκε στην παραλία ένα μυξιάρικο γύρω στα 7 και ήρθε με θράσος να μας διακόψει.
- κύμα ε; μου κάνει ο μπόμπιρας.
- Μμμ ναι! Του απαντώ. Και σκέφτομαι πως αν δεν του μιλήσω θα φύγει.Αλλά μπα!
Με έφερνε βόλτες γύρω γύρω και έμοιαζε να σκέφτεται τι άλλο να μου πει. Μια σκεφτόμουνα να του δώσω μία να πάει στη θάλασσα, μετά το λυπόμουνα το καημένο, γιατί έβλεπα στα μάτια του πολύ μοναξιά.
- από πού σ’ αμολήσανε βρε; ρώτησα- πλάκα έχεις! Είπε το σκασμένο.
- Εδώ κοντά δεν έχει κατοικημένα σπίτια. Καλέ από πού το έσκασες; ξαναρώτησα.
- Κοίτα εκεί πέρα, μου έκανε. Έχουμε έρθει εκδρομή με το σχολείο.
Όντως όταν κοίταξα στην άκρη της παραλίας είδα ένα τσούρμο παιδιά. Σκέφτηκα πως ήταν ώρα να τα μαζεύω και να του δίνω, ο μικρός όμως είχε άλλη άποψη.
- κάτσε να παίξουμε μωρέ! Μου είπε ναζιάρικα και μου κούνησε μια τσάντα που κρατούσε στο χέρι του.
- Τι να παίξουμε μωρό μου; Δεν είμαι εγώ για παιχνίδια τώρα! Του είπα. Η απάντησή του με άφησε άφωνη.
- Έλα μη φοβάσαι, αν και δε μοιάζεις για καμιά χαζή γκόμενα, θα είναι εύκολο παιχνίδι.
Μετά με πήρε από το χέρι και άνοιξε την τσάντα.
- να καλέ αυτά είναι τουβλάκια. Με λένε Πέτρο, έλα να χτίσουμε ένα κάστρο στην άκρη της θάλασσας! Με παρακάλεσε με προσποιητή ευγένεια.
- Άντε Πετράκι ας το κάνουμε, γιατί είσαι μάγκας και σε συμπάθησα. Του είπα.
Έτσι ο αρχιμάστορας κι η παρακόρη του βάλθηκαν να στήσουν το κάστρο. Όταν τελείωνε η κατασκευή, ο Πέτρος γύρισε προς τα εμένα και πολύ σοβαρός μου είπε:
- η μισή δουλειά έγινε!
- Τι η μισή φιλαράκο; έτοιμο είναι το καστέλο σου! Του γύρισα.
- Δεν κατάλαβες κοπελιά μου. Το κάστρο χτίστηκε αλλά τώρα θα μου πεις την ιστορία του! Μου απάντησε απαιτητικά.
Τον κοίταξα αμήχανη, κοίταζα και το κάστρο, δεν ήξερα τι να πω. Ώσπου θυμήθηκα! Είχα ζήσει σ’ εκείνο το κάστρο. Μα βέβαια ένα ολόκληρο όνειρο η ζωή μου εκεί μέσα. Εγώ με το όνομα Ανδρομέδα, ο Περσέας μου, και λίγοι καλοί φίλοι. Δεν ήταν αρκετός καιρός που είχα κατέβει από τον ουρανό. Τα βράδια ακούγαμε Archive, Γιάννη Αγγελακα, Θανάση Παπακωνσταντίνου και ότι άλλο ήθελε η ψυχή μας.Μόνοι μας φροντίζαμε τα ζωντανά μας, τους κήπους και τα περιβόλια μας. Και κυρίως τα αμπέλια μας! Το κρασί έρεε άφθονο και γλυκό, καλεσμένοι από όλο τον κόσμο μπαινόβγαιναν στη γιορτή μας.
Ώσπου κάποιο απόγευμα τύφλα στο μεθύσι, ο Περσέας μου, έπεσε κάτω από το άλογό του και σκοτώθηκε. Τους έδιωξα όλους και βάλθηκα να γκρεμίζω το κάστρο με τα χέρια μου. Κάθε μέρα κι από ένα κομματάκι. Μα ένα βροχερό πρωινό, στάθηκε μπροστά μου ένας επιβλητικός ιππότης, μου χαμογέλασε και μου είπε ένα τραγούδι, τόσο όμορφο και ταξιδιάρικο, που με έφερε στα συγκαλά μου.
Μετά μου εκμυστηρεύτηκε πως είχε χάσει κι εκείνος την αγαπημένη του. Έτσι αποφασίσαμε να πολεμήσουμε μαζί για τις αγάπες μας. Είχαμε γίνει μια γροθιά, ψάχναμε παντού να βρούμε το μυστικό που θα μας φέρει κοντά στα αγαπημένα μας πλάσματα. Γυρίσαμε όλες τις ακτές, σκαρφαλώσαμε στα ψηλότερα βουνά. Κλάψαμε, ματώσαμε, κατάγρατζουνιστίκαμε… γλεντήσαμε, γελάσαμε… κάναμε εχθρούς και σύμμαχους.
Με τον ιππότη στο πλευρό μου είχα γίνει ατρόμητη. Μας έδενε μια δροσερή τρυφερότητα και ένα πείσμα να κάνουμε το όνειρό μας πραγματικότητα. Μόνο που εγώ κουρασμένη, ευάλωτη κι αδύναμη, ξέφυγα για λίγο από τον κοινό μας αγώνα και με την ελπίδα πως θα καταφέρω κάτι καλύτερο, όταν εκείνος κοιμόταν για λίγο, έτρεχα σε μέρη που δεν ήθελε να πλησιάσουμε γιατί ήξερε πως δε θα ωφελούσαν το σκοπό μας.
Έπρεπε φυσικά να το κάνω αυτό το λάθος για να μάθω…Σε ένα μέρος που κατασκήνωναν οι σαλτιμπάγκοι ενός τσίρκου, μια τσιγγάνα ψευτομάγισσα με έπεισε πως η μόνη λύση για να βρούμε τους λατρεμένους μας θα ήταν να πάμε στον Κάτω Κόσμο.
Πώς να πω στον ιππότη που ήταν μαχητής αυτό το πράμα. Δεν του είπα τίποτα μόνο του άφησα σε ένα σημείωμα μια συγνώμη και πήρα την κατηφόρα…Η μάγισσα μου είχε δώσει ένα λικεράκι που το έλεγαν θλίψη, δουλεμένο με ξόρκια το έκανα μια γουλιά και παρ ’την κάτω την κυρά Ανδρομέδα.
Μες στη σκοτοδίνη μου, με είδα να γλιστρώ σε ένα ποτάμι που έβγαζε στην πίσω πόρτα του Άδη. Δεν ήμουν κανονική νεκρή κι έτσι θα έπρεπε να μπω από εκεί. Είχε τη γοητεία του κι αυτό. Μόλις πέρασα μέσα βρέθηκα μπροστά σε ένα καθρέφτη που με ρώτησε τα προσωπικά μου στοιχεία και ποιον επιθυμούσα να βρω. Μου φάνηκαν πολύ απλά όλα. Αυτό δεν είχε γοητεία…
Σε λίγα λεπτά στον καθρέφτη εμφανίστηκε ο Περσέας κι από δίπλα του μια ομορφονιά. Κόντεψα να λιποθυμήσω βλέποντας το χαμόγελό του. Μα απόρησα με την αιθέρια ύπαρξη! Ήταν η Ευρυδίκη, του φίλου μου του ιππότη. Και οι δυο μαζί μου είπαν να πάρω δρόμο να ανέβω γρήγορα πάνω, να βρω τον ιππότη και να του πω πως το μυστικό για να είμαστε μαζί με τους καλούς μας, είναι να τους περιμένουμε να έρθουν εκείνοι πάλι κοντά μας κι όχι να πεθάνουμε κι εμείς.
Ευτυχώς ο Περσέας μου πλησιάζει πάλι! Στο τελευταίο του sms ήταν πολύ κοντά μου. Τώρα μένει να ξαναβρεί την επαφή κι ο ιππότης με την αγαπημένη του και να ζήσουμε όλοι μαζί στο κάστρο σαν τον παλιό καλό καιρό.
Μόλις τελείωσα την αφήγηση χάιδεψα λίγο τα μαλλιά του Πετράκη που με κοιτούσε με το στόμα ανοιχτό. Μετά μάζεψε τα τουβλάκια του και πήγε να βρει τους συμμαθητές του. Όταν είχε απομακρυνθεί αρκετά μου φώναξε με την αυθάδική του φωνούλα:
- είσαι πολύ τρελή!
- Ναι μα και πολύ ευτυχισμένη, μπαγάσα μου. Ψιθύρισα.
(ορίστε που δεν το άνοιγες εκεί που είναι ήδη)

'Οποιος λέει ψέματα


γερνάει γρηγορότερα και ασχημότερα!

ζωγράφισε ο Goya

Tuesday, September 12, 2006

Καλά κρασιά!


Ότι γεννιέται χάνεται ανθίζει και πεθαίνει
μα ότι αγάπησες βαθιά μες την καρδιά ανασαίνει.
Αν νιώθεις πως κουράστηκες και δεν τα βγάζεις πέρα
να ψάχνεις την Ανάσταση στην κάθε νέα μέρα.

Οι ανηφόρες που θα βρεις θα σου χαρίσουν κάτι
σαν κατηφόρες θα φανούν αφήσου στην αγάπη.

Ότι αποκτάς εφήμερο κι ότι ποθείς μακραίνει
μα ότι αγάπησες πολύ σαν χάδι σε ζεσταίνει.
Μην ξεχαστείς στα πρόσκαιρα της πλάνης τα παιχνίδια
και της ζωής το θησαυρό μη ρίχνεις στα σκουπίδια.

Οι ανηφόρες που θα βρεις θα σου χαρίσουν κάτι
σαν κατηφόρες θα φανούν αφήσου στην αγάπη.

Ότι σου λείπει ανύπαρκτο ότι έχεις ευλογία
μη φοβηθείς να ανοιχτείς στου χρόνου την πορεία.
Κι αν σου φανούν πανάκριβα του δρόμου σου τα τέλη
αξίζει για τα δώρα του να ξοδευτείς εντέλει.

Monday, September 11, 2006

O πατέρας μου,



έκανε 2 δουλειές στη ζωή του, καλλιεργούσε και πουλούσε λουλούδια και τραγουδούσε κυρίως λαϊκά τραγούδια σε κοσμικές ταβέρνες της εποχής του. Κατά τ' άλλα ήταν μάγος μα δεν το έλεγε, μόνο σε μένα έδειχνε τα κατορθώματά του! Κι όλο έλεγε:
Πηγή, θα σε δείρω καμιά μέρα!

Ήταν ο μόνος στην οικογένεια μου που με καταλάβαινε απόλυτα και δε με φοβόταν.
Πέταξε πριν 5 χρόνια με τη μηχανή του, όμορφος μετά τα εξήνταπέντε και υγιής, για να μπορούμε να πετάμε μαζί...

Του αφιερώνω ένα από τα πιο αγαπημένα του κι όποιος ξέρει ας σιγοντάρει!
Θέλω την καρδιά να σφίξω
πέτρα πίσω μου να ρίξω
και να φύγω
μάλιστα κύριε μάλιστα κύριε
Mες στο χρόνο να περάσω
κι άν μπορέσω να ξεχάσω λίγο λίγο
μάλιστα κύριε μάλιστα κύριε
Μα τις νυχτιές σαν συλλογιέμαι
τα μάτια της τα μενεξιά
φοβάμαι και αναρωτιέμαι
πως θα σ' αντέ-πως θα σ' αντέξω μοναξιά
μάλιστα κύριε μάλιστα κύριε
Θέλω μια στιγμή να φτάσει
που ότι με κρατάει να σπάσει να ξεφύγω
άλιστα κύριε μάλιστα κύριε
Όλα να τα λησμονήσω
και σε μια γωνιά να σβύσω λίγο λίγο
μάλιστα κύριε μάλιστα κύριε
(Αλέκος Καγιαντάς-Γιώργος Ζαμπέτας)

Βρε δε βαριέσαι…


Δε μου αρέσει να κρυφακούω, άλλωστε πάντα είμαι μπλεγμένη στις σκέψεις μου κι έτσι ακόμα κι αν γκαρίζουν δίπλα μου αν δε γουστάρω, δεν ακούω τίποτα! Μικρή νόμιζαν πως είμαι αυτιστική από αυτή μου την αντίδραση, αλλά καλώς ή κακώς δεν είμαι.

Τα χαράματα όμως που ξύπνησα και κατέβηκα στη θάλασσα την καταβρήκα στήνοντας αυτί στην παρακάτω κουβέντα.

- πάει, άδειασε η παραλία!
- Ευτυχώς την κάνανε οι μαλάκες!
- Έτσι είναι με το που ανοίγουν τα σχολεία, κάθε κατεργάρης στον πάγκο του.
- Ναι, λες και δεν πέρασε από δω κανείς παρά η βρωμιά τους. Μα ρε φίλε μου, σ’ αυτά τα ρημαδοσχολεία δεν τους μαθαίνουν κάτι;
- Ξέρω γω; Πετάνε τα πάντα στη θάλασσα και στις παραλίες, λες και δεν τρέχει τίποτα…
- Δολοφόνοι είναι, κάποιος πρέπει να τους το μάθει. Άμα τους έχωναν πλαστικά στο στομάχι τους θα τους άρεσε;
- Δε βαριέσαι…

Αυτά είπαν δυο μεγάλοι γλάροι και πέταξαν κατά το λιμάνι.

Saturday, September 09, 2006

Είσαι μπλε...


Είσαι μπλε, όμορφη και πολύ μπλε, σαν το αυτοκίνητο του μπαμπα μου!
Είπε ο Αλέξανδρος από τη Γαλλία που στα 3 του έχει καλό γούστο θα έλεγα και κοιμήθηκε δίπλα μου...

Καλό Σαββατοκύριακο!!!

Friday, September 08, 2006

Πάνω απ' όλα η αγάπη


Σηκώθηκε από τα χαράματα, γύρισε του είπε σιγανά μια καλημέρα!
Του είπε…

Δεν ήταν στο κρεβάτι της εκείνος. Μα κοιμάται και ξυπνάει μαζί του χρόνια τώρα, ακόμα και πριν τον γνωρίσει.

Ψιθυρίζει συχνά το λατρεμένο όνομά του και νιώθει πως τη χαϊδεύει τρυφερά. Ξέρει πως την αγαπάει κι αυτό είναι το παν.

Μόνο που τους χωρίζουν κάτι γαμημένα χιλιόμετρα. Μα τους ενώνουν τόσα που το αντέχουν.

Τα μεσημέρια του μαγειρεύει και του σερβίρει μικρά έργα τέχνης, του βάζει κόκκινο κρασί, επίτηδες χύνει λίγο στο χέρι του και το μαζεύει με τα χείλια της.

Σαν σουρουπώνει του βάζει μουσικές, πολλές μουσικές και του τραγουδάει. Της λέει πως ακούει…

Η ζωή της μακριά του, σκέτο μαρτύριο σταγόνας. Μα ξέρει πως κάποια στιγμή, θα τα βροντήξει όλα και θα τρέξει κοντά του!

Εκτός αν ως τότε της γυαλίσει κάποιος άλλος…

Δεν την ξέρω, έχω ακούσει για αυτή μα μου είναι αδιάφορη, γιατί εγώ, να θυμάσαι, πάνω απ’ όλα, βάζω ακόμα την αγάπη!

Thursday, September 07, 2006

Σαν της μιλώ για σένα κοκκινίζει

Εγώ λατρεύω τις βροχές
που τρέχουν στα βουνά σου
κυλούν τα καθαρά νερά
περνούν απ’ την καρδιά σου
Κοντά μου μεταφέρουνε
κάτι από εσένα
καλά φεγγάρια
μάτια μου βρεγμένα!

Εγώ λατρεύω το λυγμό
που παίζει στα όνειρά σου
χορεύει πάνω σε καρφιά
γλυκαίνει τη ματιά σου
Στην αγκαλιά μου καίγεται
σαν χάδι δίχως φρένα
καλά φεγγάρια
λόγια μου μελένια!

Εγώ λατρεύω τις σιωπές
που πλέουν στο κορμί σου
σαν καραβάκι με πανί
με φέρνουν στην ακτή σου
Στη σκοτεινιά μου γίνονται
φωτάκια αστρολουσμένα
καλά φεγγάρια
χείλη μου ανθισμένα!

Wednesday, September 06, 2006

Ο «Δε Θα Τα Καταφέρεις»


Λοιπόν, Δημητράκη, τέρμα τα δίφραγκα, τα παραμύθια μου να τα δείχνεις στους φίλους σου από τη στήλη μου παράθυρο στο παραμύθι http://www.musicheaven.gr

Κάποτε, κάπου σε αυτό τον κόσμο, σε ένα δάσος με πυκνή βλάστηση, γεμάτο επικίνδυνες γωνιές με δηλητηριώδη φυτά και εχθρικά τέρατα, που ίσως μόνο εγώ γνωρίζω, είχε τον πύργο του ένας παντοδύναμος δράκος που τον έλεγαν: «Δε θα τα καταφέρεις».
Είχα ακούσει να μιλούν για εκείνον με τα χειρότερα λόγια, μα δεν μπορούσα να φανταστώ πόσο πανούργος ήταν, κυρίως γιατί δε μου άρεσε καθόλου να παραδεχτώ τη δύναμή του. Τώρα πως γίνεται αυτά που θέλει κανείς να αποφεύγει, τελικά να τα τρώει στη μούρη, είναι αλλουνού δουλειά κι εκείνου θα παραμείνει.
Έτσι κι εγώ παρόλο που δεν ήθελα ποτέ μου, καμία παρτίδα με τον περιβόητο «Δε θα τα καταφέρεις», κάποτε τον βρήκα μπροστά μου, σε μια σχολική εκδρομή και μου κόπηκε η μιλιά... Τι πράγμα ήταν ετούτο, άλλο να το βλέπεις κι άλλο να σου λέω… Μέσα στην τρομάρα μου δεν μπορούσα ούτε να τον κοιτάξω για πολύ. Στην αρχή μου φάνηκε να έχει μπόι, γύρω στα πέντε μέτρα. Αλλά πάλι δεν ήμουν σίγουρη, έμοιαζε να ψηλώνει σε κάθε του βήμα!Ευτυχώς εκείνη τη φορά, για καλή μου τύχη δε με πήρε είδηση.
Ήταν απασχολημένος με ένα άλλο παιδάκι, που προσπαθούσε να σκαρφαλώσει σε ένα δέντρο. Ο φοβερός δράκος, είχε σταθεί μπροστά του και του ψιθύριζε: Δε θα τα καταφέρεις! Δε θα τα καταφέρεις! Το δέντρο είναι πανύψηλο, εσύ είσαι μικρούλι, ούτε στο δεύτερο κλαδί δε θα μπορέσεις να φτάσεις! Το καημένο το παιδάκι δεν έκανε βήμα, κι εγώ παραξενεύτηκα, γιατί το δέντρο ήταν μικρό με ωραία γερά κλαδιά, που θα μπορούσε να ανέβει και το πιο ανάξιο βουτυρόπαιδο.
Μα κι ο δράκος στεκόταν αρκετά μακριά από το θύμα του, τόσο που το πιτσιρίκι θα μπορούσε με ένα σάλτο να του ξεφύγει. Κι επειδή ένα παιδί ήμουν κι εγώ, και μέσα μου η τόλμη κέρδιζε και τη λογική και το φόβο, έτρεξα με όλη μου τη δύναμη, έπιασα το χέρι του μικρού και φύγαμε αλαφιασμένοι για να βρούμε τους συμμαθητές μας. Στα αυτιά μας, είχε μείνει όμως το μουρμουρητό του «Δε θα τα καταφέρεις».
Αργότερα στο γυμνάσιο, που τα πράγματα είχαν αρχίσει να ζορίζουν, μαθήματα, μα κι ένα βουνό συναισθήματα που πάνε λες πακέτο με την εφηβεία μας, βρήκα ένα κόλπο για να ξεγλιστράω, από τις υποχρεώσεις μου, με έναν ανέντιμο τρόπο που στην αρχή με βόλεψε μια χαρά! Υποστήριζα πως ήμουν δέσμια του δράκου «Δε θα τα καταφέρεις» και γι’ αυτό η ικανότητά μου ήταν περιορισμένη.
Σκαρφιζόμουνα χίλια-δυο περίτεχνα επιχειρήματα για να πείσω τους γύρω μου, για την αδυναμία μου και τις περισσότερες φορές, επειδή και οι άλλοι είχαν κάποιο φόβο για το άγνωστο τέρας εκεί έξω, με άφηναν στην ησυχία μου. Είπα τόσο συχνά αυτό το παραμύθι, που τελικά το πίστεψα και η ίδια! Όταν βρισκόμουν μπροστά σε κάποια δυσκολία, όταν ήθελα να κάνω μια αρχή σε κάτι καινούργιο, έβλεπα μπροστά μου τον απαίσιο «Δε θα τα καταφέρεις»! Μα και όταν οι άλλοι δεν ήθελαν να κάνω κάτι, μου έλεγαν πως θα με σταματήσει ο δράκος. Τα χρόνια κυλούσαν με τον ίδιο εφιάλτη!
Έτρεφα με το φόβο μου, τα όνειρά μου, τις επιθυμίες και τα σχέδια μου, εκείνον το σιχαμένο δράκο και όσο περνούσε ο καιρός, τόσο πιο αδύναμη αισθανόμουν. Έλεγα μέσα μου πως όσο δεν πειράζω το θηρίο, θα με αφήνει ήσυχη. Μα κάποτε τα θέλω μου άρχισαν να θεριεύουν με τη σειρά τους. Βαρέθηκα τη μίζερη ζωή μου και άρχισα να ψάχνω πως θα μπορούσα να εξαφανίσω το πρόβλημά μου.
Όσο και να μη μου καλάρεσε η ιδέα, αποφάσισα να προσπαθήσω να κερδίσω την εύνοια του «Δε θα τα καταφέρεις». Να γίνω δήθεν φίλη του, για να τον γνωρίσω καλύτερα, με την ελπίδα να βρω τα αδύνατά του σημεία και να τον καταστρέψω.
Δε θα ξεχάσω ποτέ την ηλιόλουστη μέρα που ξετρύπωσα τελικά το κουράγιο και στάθηκα μπροστά του. Όσο τον κοίταζα τόσο πιο μικρός μου φαινόταν, ώσπου ξαφνικά συνειδητοποίησα πως είχε το ύψος μου. Παρατηρώντας τον λίγο ακόμα, είδα πια μπροστά μου ένα άθλιο πλασματάκι, που μάλιστα έμοιαζε να με φοβάται. Στάθηκα απέναντί του και τον κοίταξα κατάματα.
Και τότε έγινε το πιο απίθανο πράγμα. Είδα με τα ίδια μου τα μάτια, πως ο «Δε θα τα καταφέρεις», είχε το πρόσωπό μου. Ήταν ίδιος εγώ. Αυτό τελικά ήταν και το αδύναμό του σημείο. Ο φοβερός και τρομερός δράκος που με τρομοκρατούσε τόσα χρόνια ήταν ένα κομμάτι του εαυτού μου. Που όσο πιο πολύ το μαθαίνω, όσο το φροντίζω και το περιποιέμαι, όσο το βγάζω στο φως και στη βόλτα της ζωής μας, τόσο πιο πολύ γλυκαίνει και μου συμπαραστέκεται.
Αυτή ήταν πάνω-κάτω η ιστορία του «Δε θα τα καταφέρεις». Αφήστε που τώρα τελευταία σκέφτομαι να του αλλάξω λιγάκι το όνομα, γιατί πιστεύω, πως του αξίζει να τον φωνάζω «προσπάθησε και θα τα καταφέρεις»!
Άμα έχετε κι εσείς κανένα τέτοιο δράκο, φέρτε τον στην παρέα να δούμε ποιος πραγματικά είναι!

Tuesday, September 05, 2006

Το Πεφταστέρι που ξαναπήγε στον Ουρανό


Αυτή, όπως και η επόμενη μου δημοσίευση είναι υπόσχεση στον http://trelitoufegariou.blogspot.com/2006/04/blog-post_27.html
«Μη με διώχνεις», είπε το αστέρι στον ουρανό.
«Μη φοβάσαι, θα έχεις ένα όμορφο ταξίδι», του απάντησε εκείνος.
«Βοήθεια αδέρφια δεν θέλω να πάω πουθενά», φώναξε τρομαγμένο το αστέρι καθώς άρχισε να πέφτει προς τη γη.
Όσοι είδαν το πεφταστέρι ευχήθηκαν κάτι. Άλλος ήθελε, υγεία, άλλος αγάπη, άλλος ένα καινούριο αυτοκίνητο, μα το αγόρι που αγνάντευε τη θάλασσα, έκανε μια διαφορετική ευχή: «Αυτό το πεφταστέρι να γίνει δικό μου» είπε.
Και μετά ξάπλωσε στο κρεβάτι του και αποκοιμήθηκε...Το πεφταστέρι, που είχε πέσει πάνω στα βράχια, αποφάσισε να περάσει τη νύχτα του εκεί, κοιτάζοντας τους φίλους του στον ουρανό. Στην αρχή, ένιωθε ζήλια και πίκρα, μα σιγά-σιγά, αφέθηκε στη γλύκα της βραδιάς, χάζεψε τα φώτα των καραβιών που χόρευαν στη θάλασσα και μαγεύτηκε από τη μελωδία των κυμάτων.
Το άλλο πρωί ο ήλιος βρήκε το λιμάνι σε μεγάλες φούριες. Αυτοκίνητα έφερναν και έπαιρναν κόσμο στα καράβια, μεγάλα φορτηγά κουβαλούσαν εμπορεύματα. Ένας χαμός!
Το πεφταστέρι, πανικοβλήθηκε και κούρνιασε στα βράχια. «Άπαπα δεν πάω πουθενά πια, θα κάτσω εδώ, που δε θα με πειράξει κανείς», σκέφτηκε. Σε λίγο στάθηκε δίπλα του ένας σκύλος, εκείνο τρόμαξε κι άρχισε να προσεύχεται να μην το πάρει χαμπάρι το κοπρόσκυλο και το καταβροχθίσει. Ευτυχώς, ο σκύλος δεν είδε το πεφταστέρι και έφυγε για να βρει το αφεντικό του.
Το μεσημέρι ο ήλιος τσουρούφλιζε και το πεφταστέρι σκλήρυνε και πήρε ένα όμορφο χρυσαφί χρώμα. Αυτό ήταν, έγινε ένας αστερίας! Όταν σχόλασε το αγόρι που αγνάντευε τη θάλασσα, κατέβηκε στα βράχια να ψάξει το αστέρι του και μόλις το βρήκε το κράτησε με αγάπη στα δυο του χέρια και το πήρε μαζί του.
Το πεφταστέρι ένιωσε ασφάλεια. Μα επειδή ήταν φοβητσιάρικο, ρώτησε το αγόρι: «θα με προσέχεις, έτσι;» «φυσικά θα σε προσέχω», του απάντησε εκείνο χαϊδεύοντάς το. Τα πράγματα όμως δεν ήταν και τόσο εύκολα.
Μόλις η μαμά του αγοριού είδε τον αστερία είπε στο γιο της: «πάλι μάζεψες βρωμιές; Αμέσως στο σκουπιδοτενεκέ αυτή η βλακεία που κρατάς και πλύνε καλά τα χέρια σου, για να φάμε». Το αγόρι στεναχωρήθηκε. Δεν μπορούσε να πετάξει το θησαυρό του.
Έκρυψε το πεφταστέρι κάτω από τα βιβλία του, μα ήξερε πως δεν θα μπορούσε να το κρατήσει για πολύ εκεί μιας κι η μαμά του τα έβρισκε όλα. Έσπαγε το κεφάλι του για να βρει μια λύση και την άλλη μέρα πήρε μαζί του το πεφταστέρι του στο σχολείο. Λίγο πριν μπει στην τάξη, το ρώτησε: «Αστεράκι μου, αν δεν μπορώ να σε κρατήσω εγώ, που θα ήθελες να πας;» «Α, μα να γυρίσω στον ουρανό, πουθενά αλλού», του απάντησε εκείνο.
Σε λίγες ώρες, η δασκάλα ζήτησε από τα παιδιά να μπουν ήσυχα στη σειρά γιατί θα πήγαιναν να επισκεφτούν στο νοσοκομείο, ένα συμμαθητή τους, που από όσο ήξεραν ήταν τόσο άρρωστος, που για να του περάσει ο πόνος θα πήγαινε στον ουρανό. Όλοι του είχαν πάρει από ένα δωράκι. Κι επειδή το άρρωστο παιδί δεν είχε πια μαλλιά, για να μην του κόψουν τη φόρα προς τον ουρανό, το αγόρι, του είχε αγοράσει ένα όμορφο σκουφάκι για να μην κρυώνει. Τότε του ήρθε μια ιδέα. Πήρε το αστέρι του και το έβαλε πάνω στο σκουφάκι. Το τύλιξε καλά με το κορδόνι από το παπούτσι του και όταν έφτασε στο νοσοκομείο, το χάρισε στο φιλαράκο του, που ξετρελάθηκε από τη χαρά του.
Σε μερικές μέρες το άρρωστο αγόρι αφού μάζεψε την αγάπη όλου του κόσμου, έφυγε τελικά για τον ουρανό φορώντας το σκουφάκι του. Έτσι έφυγε μαζί του και το πεφταστέρι. Που όταν έφτασε επάνω πήρε πάλι την παλιά του θέση, ανάμεσα στους φίλους του και τους είπε όσα έγινα κάτω στη γη.
Το αγόρι που αγνάντευε τη θάλασσα, μεγάλωνε ευτυχισμένο, γιατί τα βράδια έβλεπε πάντα το αστέρι του, που του έστελνε λαμπερά φιλιά και ήξερε πως παρόλο που δεν το είχε κοντά του, ήταν για πάντα δικό του, ήταν χαρούμενο και το αγαπούσε, όπως όταν το κράταγε στα χέρια του.
Κι από τότε, έλεγε πως όταν έχεις αγαπήσει κάτι, θες μόνο το καλό του, και όπου κι αν βρίσκεται στην πραγματικότητα για σένα, δεν μπορεί να πάει πιο μακριά από την καρδιά σου.
Το συγκεκριμένο δημοσιεύθηκε σε site και περιοδικά πανεπιστημίων όλου του κόσμου. Αγαπήθηκε πολύ από μια παρέα παιδιών με λευχαιμία μα νομίζω πως θα αρέσει και στους υγιείς...

Sunday, September 03, 2006

Αιώνιο Καλοκαίρι (Σ. Μπ.)

Μια ταξιδιώτισσα καρδιά
στα μαύρα τα 'χε βάψει
Είχε τους λόγους της κι αυτή
πολύ σκληρά να κλάψει
Μα ήρθε ένας ποταμός
ένα γενναίο αστέρι
έφερε δώρα μαγικά
την πήρε από το χέρι.

Ο πιο καλός μου άγγελος
στον κόσμο σε ‘χει φέρει
Μοιάζουν στο πλάι σου
οι στιγμές αιώνιο καλοκαίρι.

Ένα βαρκάκι με πανιά
μπήκε σε τρικυμία
έψαχνε φάρο και στεριά
λιμάνι κι ηρεμία.
Κοντά του βρέθηκε νησί
με αγάπη μες στα στήθια
και όλοι ζήσανε καλά
όπως στα παραμύθια.

Ο πιο καλός μου άγγελος
στον κόσμο σε ‘χει φέρει
Μοιάζουν στο πλάι σου
οι στιγμές αιώνιο καλοκαίρι.

Μες το κρασί σου τις ευχές
της νύχτας και της μέρας
θα ρίξω για να ξεδιψάς
να ΄ναι γλυκός ο αέρας.
Που θα σε φέρνει δίπλα μου
τρελά να τραγουδάμε
γλυκά να αρμενίζουμε
και να χαμογελάμε.

Saturday, September 02, 2006

Της καλής εξόδου…


χαίρομαι πολύ που το εκατοστό μου post είναι για έναν τόσο αγαπημένο φίλο!

Δεν ξέρω από τη ζωή τι περιμένεις ούτε τη γειτονιά σου γνώρισα που μένεις.
Δε θέλω από σένα τίποτα άλλο μόνο σαν ήλιο ένα χαμόγελο μεγάλο

Σου έστησα σκηνή μες την καρδιά μου θα σε κερνάω τα πιο τρελά όνειρά μου.
Όποτε στην πορεία σου δε βρίσκεις άκρη με νανουρίσματα θα σου σκουπίζω κάθε δάκρυ.

Είσαι ευαίσθητη ψυχή συχνά ματώνεις γι’ αυτή τη δύναμη ποτέ μη μετανιώνεις.
Να χεις γλυκό αέρα στα φτερά σου,φόρα κι εγώ να παίρνω απ’ το πέταγμά σου!

Friday, September 01, 2006

Τώρα που θα ανοιγοκλείνουν ντουλάπες


Ρούχα που δε φοράς πια, μην τα αφήνεις να γεμίζουν οικιακή σκόνη. Ρούχα που δεν κάνουν πια στα παιδιά σου.....

Κάποιοι τα έχουν ανάγκη! Βάλ' τα καθαρά σε σακούλες και "πέταξέ" στους κάδους της HUMANA. Ξέρουν καλά τι θα τα κάνουν!

Σίγουρα υπάρχουν κάδοι απέναντι από το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Και στην Πλ. Καραϊσκάκη, πάλι στον Πειραιά.

Μπορείς να μάθεις για τον πιο κοντινό σου κάδο στο 210-5576837
Ευχαριστώ!

Ζούγκλα;


Όσο ακόνιζα το μαχαίρι μου
προσευχόμουν να μου είναι αχρείαστο
στη ζούγκλα.

Ευχήθηκα επίσης να μη χάσω
τα ακριβά μου υπάρχοντα
μπήκα με το χαμόγελο
ήθελα να βγω πάλι
χαμογελαστή.

Κάθε σκοτεινό βλέμμα μικρού παιδιού
ένας θάνατος για μένα.
Πολλοί μου έχουν πει να μη με λέω τρελή
δε με έχουν δει στη ζούγκλα.

Άλλοι μου έχουν πει πως
ο αγώνας μου είναι μια τρέλα.
Δεν έχουν αναμετρήσει
την υπομονή και την αντοχή τους
με την πείνα και τον πόνο μικρών παιδιών.

Είπα θα βγω χαμογελαστή,
ό,τι κι αν συμβεί στη ζούγκλα.
Αντάλλαξα μια τεράστια ευτυχία
με μισή κονσέρβα κόκκινα φασόλια.

Κονόμησα ένα μπουκέτο παιδικές αγκαλιές
τραγουδώντας το:
βγαίνει η βαρκούλα του ψαρά…
Να μη ξεχνάω γαμώτο να μαθαίνω
παιδικά τραγούδια στη γλώσσα
των παιδιών που θα συναντήσω…

Απαγόρευσα στον εαυτό μου
να φοβηθεί ποντίκια και “ανθρώπους”.
Έκανα ό,τι μπορούσα
Κι ό,τι δε μπορούσα το προσπάθησα.

Ξέρω, δεν αρκεί μόνο η καλή πρόθεση,
γι’ αυτό ακόνιζα καλά το μαχαίρι μου.
Έτσι πίστεψαν πως θα το χρησιμοποιήσω.
Έτσι μου ήταν αχρείαστο…

Γύρισα! Γεμάτη αγάπη για όλους και για όλα!
Δεν έσωσα τον κόσμο,
το στόχο μου μια φορά τον πέτυχα.

Και τώρα ξέρω πως γλυκά θα ξαποστάσω
κοντά σας
ακόμα κι αν στη ζούγκλα…
Ακόμα κι αν εδώ…

Σας εύχομαι έναν καλότροπο Σεπτέμβρη!