Thursday, July 20, 2006

Το παραμύθι του ληστή

Ένα ηλιόλουστο πρωί της Άνοιξης, πετάχτηκα αγουροξυπνημένη από τη σειρήνα ενός περιπολικού. Άνοιξα διάπλατα τα μάτια για να πείσω τον εαυτό μου πως είναι μέρα, άφησα το ωραίο μου κρεβάτι και πάτησα το κουμπάκι του αγαπημένου μου ραδιοφωνικού σταθμού για να βάλω ρυθμό στη ζωή μου.

Σφυρίζοντας το αισιόδοξο τραγουδάκι που σεργιανούσε στα ερτζιανά, έπλυνα το πρόσωπό μου, ετοίμασα πρωινό και πήγα να το απολαύσω στο φωτεινό καθιστικό μου. Καθώς πλησίαζα στο τραπέζι, αντιλήφθηκα πως δεν ήμουν μόνη. Όμως δεν τρόμαξα καθόλου.

Η παρουσία στην συγκεκριμένη θέση ενός άγνωστου νεαρού γύρω στα εικοσιπέντε, ενώ με γέμισε ερωτηματικά, μου φάνηκε τόσο οικεία που κάθισα δίπλα του με άνεση, του χαμογέλασα και του άλειψα μια φέτα ψωμί με βούτυρο και μέλι.

Μου χαμογέλασε και παρατήρησε πως ένιωθε τυχερός επειδή δεν ήμουν από τους ανθρώπους που δεν δίνουν ούτε του αγγέλου τους νερό. Τον άφησα για λίγο κι έτρεξα να του φέρω μια κούπα τσάι. Τον παρότρυνα να το πιεί. Ήταν πράσινο κινέζικο τσάι. Του αράδιασα τις ευεργετικές του ιδιότητες, μα δεν ήπιε ούτε γουλιά.

Με ρώτησε μόνο για την καταγωγή του μελιού που τον είχα τρατάρει κι εγώ του απάντησα πως ήταν χάρισμα από το χωριό ενός φίλου. Από το Ανθοχώρι. Κούνησε το κεφάλι του κι η όψη του έγινε πιο γαλήνια και πιο λαμπερή. Μου μίλησε για πράγματα ακαταλαβίστικα, αλλά δεν με πείραζε καθόλου. Είχε καταλάβει γιατί συναντηθήκαμε εκείνη τη μέρα, που κατά τύχη είχα τα γενέθλιά μου και ούτε λίγο ούτε πολύ, υποστήριξε πως έτρωγα πρωινό με τον φύλακα άγγελό μου.

Νόμιζα πως μου έκανε πλάκα και του ζήτησα να με συγχωρέσει γιατί θα έπρεπε να ντυθώ και να κατέβω στο κέντρο της Αθήνας για κάτι δουλειές. Δεν έδωσε μεγάλη σημασία στα λεγόμενά μου. Με ρώτησε αν έχω επισκεφτεί το Ανθοχώρι και τα γύρω χωριά. Του απάντησα θετικά και τότε με το πάντα χαμογελαστό μα και γεμάτο σιγουριά ύφος του μου δήλωσε πως εκείνη την ημέρα θα πηγαίναμε ξανά σε εκείνα τα μέρη.

Ήθελε να μου ανταποδώσει την φιλοξενία με ένα κέρασμα δίπλα στη λίμνη. Να πιούμε τσίπουρο θεσσαλικό κι όχι κινέζικο τσάι και σαχλαμάρες. Γεννήθηκε και μεγάλωσε εκεί πάνω, αλλά έλειπε καιρό και η νοσταλγία του άνοιγε το δρόμο. Η λογική είχε εξαφανιστεί από τη σκέψη μου και σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα, του είπα πως θα τον συνόδευα με μεγάλη χαρά.

Ντύθηκα βιαστικά και βγήκαμε στο δρόμο. Αστυνόμοι και κόσμος ήταν μαζεμένοι απέναντι από το σπίτι μου. Ακούσαμε για μια ληστεία στο ταχυδρομικό ταμιευτήριο, δεν μας ενδιέφερε μιας και είχαμε μυαλό μόνο για το ταξίδι μας.

Όταν πλησιάσαμε το αυτοκίνητό μου, ρώτησα τον παράξενο συνταξιδιώτη μου αν θα ήθελε να οδηγήσει. Μου απάντησε πως οι άγγελοι δεν οδηγούν αυτοκίνητα, αλλά σύννεφα και σκάσαμε στα γέλια.

Η διαδρομή μας στην Εθνική οδό ήταν ευχάριστη. Συζητούσαμε αρμονικά για το κακό και το άδικο, για τα καλά και τα στραβά της κοινωνίας. Μετά, αρχίσαμε να τραγουδάμε δυνατά τα τραγούδια που έπαιζαν οι κασέτες μου. Το πιο αγαπημένο του ήταν εκείνο για την αθανασία του Μάνου Χατζιδάκι κι εμένα κάτι πιο ροκ από το συγκρότημα Τρύπες με τον τίτλο: " ακούω την αγάπη ". Όταν του το τραγούδησα είπε πως η αγάπη είναι θάνατος κι εγώ υποστήριξα πως είναι ο θάνατος που σε οδηγεί στην αθανασία. Άρχισε να λέει πως η αγάπη πολλές φορές σε οδηγεί στο κακό, αλλά προσπερνώντας ένα φορτηγό που κουβαλούσε βαμβάκι, λίγο πριν ζυγώσουμε την Καρδίτσα, αντικρίσαμε ένα μαγευτικό θέαμα και σταματήσαμε να το θαυμάσουμε.

Το τοπίο έμοιαζε με τέλειο πίνακα υψηλής ζωγραφικής. Απέραντη έκταση με ολοκόκκινες παπαρούνες. Αγάπη και αθανασία. Ανοιγοκλείσαμε τα μάτια κι η ψυχή μας έκανε ένα κλικ για να φωτογραφίσει την εικόνα.

Φτάσαμε αμίλητοι ως την Μητρόπολη, όπου σταματήσαμε για βενζίνη. Καταευχαριστήθηκα την απλή κουβέντα του φίλου μου με τον βενζινοπώλη. Λαλιά γαλουχημένη από τους ήχους της λίμνης, λόγια καθαρά και καλοσυνάτα. Μέσα σε λίγα λεπτά ένα γενεαλογικό δέντρο σε πλήρη άνθηση. Στο τέλος, όπως συμβαίνει συνήθως βγήκανε μακρινοί συγγενείς.

Ξεχάσαμε κάθε αρνητική μικρότητα κλέβοντας σκηνές από το παιχνίδι των ηλιαχτίδων στο καμπαναριό της Μονής της Κορώνης και εξαγνισμένοι πια, φτάσαμε στη λίμνη του παραμυθιού, που μας υποδέχτηκε σαν παιδιά της.

Ήπιαμε τσίπουρο εκστασιασμένοι μπροστά σ’ αυτό το θαύμα του μικρού μας κόσμου. Περπατήσαμε παραδομένοι στη μεγαλόπρεπη φύση και παραδεχτήκαμε πως η ζωή είναι ωραία. Οι πίκρες και τα βάσανα μας, είχαν πάρει το δρόμο του πνιγμού στον λιμνοβυθό, ενώ εμείς επιπλέαμε σε μια θεϊκή αγαλλίαση.

Λίγο πριν σκοτεινιάσει για τα καλά, ο γλυκός μου φίλος με αγκάλιασε εξηγώντας μου πως θα έπρεπε να με αποχωριστεί και έκανε κατά τα νερά της λίμνης. Προτού να εξαφανιστεί μέσα σ’ αυτά, γύρισε και μου φώναξε να ακούω την αγάπη, πάντα ταπεινά και υπομονετικά. Ύστερα χάθηκε από τα μάτια μου.

Εκείνο το βράδυ, κοιμήθηκα μέσα στο αυτοκίνητό μου σε μια γωνιά του Νεοχωρίου. Το πρωί, πήρα το δρόμο του γυρισμού. Προσπάθησα να ξεγελάσω την στεναχώρια της απώλειας του φίλου με μια γλυκιά πορτοκαλάδα στο πάρκο που διώχνει τη λύπη και ξεκίνησα αποφασισμένη να φτάσω στην Αθήνα χωρίς άλλη στάση.

Στο δρόμο, σκεφτόμουνα πως δεν ήξερα καν το όνομα αυτού του αξιαγάπητου παιδιού και μέσα στη ψυχή μου τον βάφτισα αθάνατο. Τα μεσάνυχτα, παρακολουθώντας τις τηλεοπτικές ειδήσεις τον είδα να μου χαμογελάει από την φωτογραφία του.

Ήταν ο Άγγελος, επίθετο δεν θυμάμαι, είκοσι επτά ετών από τη Θεσσαλία. Είχε σκοτωθεί το προηγούμενο πρωί από σφαίρα αστυνομικού, γιατί ήταν συνεργός στη ληστεία του ταμιευτηρίου της γειτονιάς μου. Όλοι πίστευαν πως ήταν ένας νεκρός κακοποιός. Εγώ πάλι όχι. Ήξερα πως ήταν ο φύλακας άγγελός μου.
Υ.Γ. Το παιδί εκείνο ήταν μαζί μου στο μεταφραστικό των γαλλικών, αριστούχος και στο Πανεπιστήμειο, μα..........

5 Comments:

Blogger Καπετάνισσα said...

Το'ξερα εγώ πως έχεις άγγελο.
Το'ξερα.

Φυλαχτό σου.
Να μην τον αποχωριστείς.
Χρυσαφένια αύρα γύρω σου.

Μίλησε κανείς για σκοτάδια;

2:43 PM  
Blogger Ανδρομεδα said...

Αλιενοφιλάκι κούκλα!

1:20 PM  
Blogger Sokxenos said...

Βάζεις εκείνα τα πραγματικά στοιχεία, τους τόπους, τους ήχους, τα βενζινάδικα, στρώνεις στ` αυλάκι το νερό, ξέρεις, θα ποτιστεί ό,τι ψάχνει, ας πούμε : το κρυμμένο φως, τ` αόρατα χείλη, ακόμα και το σκουληκάκι που αγιάζει το χώμα.
Αλήθεια, κυρά των αστεριών, με δυο πνοές αφέντρας αγάπης τα πήλινα φτερά απογειώνονται μ` όλα τα χώματα μ` όλα τα ομιλούντα νερά στο ταβάνι.
Μα υπάρχει πιο εξέχων ουρανός; Με όρια μ` ανεστραμμένο επίδεδο,να , κάμνεις έτσι τα χέρια , σπρώχνεις τ` αδιέξοδο και λες είμαι άνθρωπος, είμαι Άνθρωπος...Έχω απ` όλα τα καλά, απ` όλα τα ψηλά, απ` όλα τ` αβάσταχτα...

2:56 PM  
Blogger Ανδρομεδα said...

*sok
Βρε καρδιά μου, αφέντρα εγώ; Μια ταπεινή ερωμένη είμαι πουλάκι μου!

4:14 PM  
Blogger Sokxenos said...

Κάλλος, Καλλιστώ
του Δία τα ιερά κρεβάτια
εκτεθειμένα
στα ταπεινώς άγρια ρεύματα
των ανθρώπων
Αντιγραφές κι εμπόριο
και της Κασταλλίας το πηγαίο
στεγανό
Αν κοιτάξεις καλά
οι χαράδρες του Ολύμπου πάθος
Ακόμα

5:14 PM  

Post a Comment

<< Home