Wednesday, July 12, 2006

Φως



Ένα βροχερό Ανοιξιάτικο απόγευμα του 2000, μπήκα στο σπίτι κατάκοπη, φορτωμένη με ψώνια, εφημερίδες, περιοδικά κι ένα μπουκέτο λουλούδια. Βγάζοντας τα παπούτσια μου, έστειλα ένα τσιγκούνικο χαμογελάκι στον Τάσο, που δούλευε στο γραφείο του, πήρα ένα κρυστάλλινο βάζο, πήγα στην κουζίνα και άρχισα να το στολίζω. Το βράδυ θα τραπεζώναμε τον Έκτορα, που ήταν ο μικρός αδερφός του Τάσου και την κοπέλα του, την Άννα. Δεν τους γνώριζα. Ήταν φοιτητές στην Τιμισοάρα, για όπου είχανε φύγει τον προηγούμενο Αύγουστο, λίγες μέρες πριν τα φτιάξω με τον Τάσο. Επέστρεψαν από τη Ρουμανία για το Πάσχα και προτού να πάνε στο χωριό τους, θα έκαναν μια βόλτα στην Αθήνα.

Γέμισα το βάζο, αλλά το άδειασα πάλι, γιατί τα λουλούδια μου φάνηκαν ψηλά και άχαρα, ενώ σκοπός μου ήταν να γλυκάνουν το καθιστικό. Είχα διαλέξει πορτοκαλί ζερμπερά, με άσπρα και κίτρινα χρυσάνθεμα. Σύμφωνα με το Φενγκ Σούι, θα βοηθούσαν την ανάπτυξη της επικοινωνίας, ανοίγοντας κανάλια οικειότητας. Δεν είχα ιδιαίτερο άγχος, ούτε κανένα τρελό ενδιαφέρον για εκείνη τη βραδιά. Οι καλεσμένοι θα εισέπρατταν μια αληθινή εικόνα και όχι κάτι προσποιητό. Μαγείρεψα από το μεσημέρι, πράγματα που γνώριζα καλά. Η επιλογή τους έγινε από τον Τάσο, που ως Θεσσαλονικιός ήταν καλοφαγάς. Εκτιμούσε τις γεμάτες, κλασικές Ελληνικές γεύσεις και όχι τα τρελά κινέζικα ή τα ακαταλαβίστικα της Νουβέλ κουζίνας, που έφτιαχνα για τους φίλους μας. Μετά από σκέψη, καταλήξαμε στα γεμιστά μύδια και στο αρνάκι γιουβέτσι. Έφτιαξε η μαμά μου ένα μπακλαβά κούκλα, βάλαμε στο ψυγείο δυο μπουκάλια Μακεδονίτικο κρασί και όλα ήτανε στην τρίχα.

Μόλις τελειοποίησα το βάζο μου, το έβαλα στη θέση του, έπιασα τα πεταμένα μου παπούτσια και ξεκίνησα για το μπάνιο. Θυμήθηκα όμως τα μολύβια που είχα αγοράσει για τον Τάσο, τα έβγαλα από την τσάντα μου κι έτρεξα να του τα δώσω. Μου έσκασε ένα φιλί και μου έγνεψε να φύγω, για να τελειώσει γρήγορα τη δουλειά του. Ήταν ένας ανερχόμενος δημοσιογράφος. Συνεργαζόταν με ένα ραδιοφωνικό σταθμό και δύο περιοδικά. Το κακό ήταν πως έγραφε με μολύβι και μετά με έβαζε να του τα πληκτρολογώ όλα στον υπολογιστή, πράγμα που στην αρχή μου άρεσε, γιατί είχα την πρωτιά της ανάγνωσης, αλλά τελευταία άρχισε να με κουράζει. Εργαζόμουν ως κειμενογράφος διαφημίσεων, σχεδόν δέκα ώρες μπροστά από ένα κομπιούτερ και σαν να μη μου έφτανε αυτό, είχα και τα γραπτά του Τάσου. Το αίμα ανέβαινε στο κεφάλι μου. Έκλεισα το θερμοσίφωνο και έβαλα μια κασέτα από συναυλία του Κλάπτον στο παλιό μου κασετόφωνο, που μετά από μάχη είχα εγκαταστήσει σε μια γωνιά του λουτρού. Η κίνησή μου αυτή έβρισκε εντελώς αντίθετο τον καλό μου, αλλά τελικά με ευγνωμονούσε, γιατί μπορούσε να κερδίζει χρόνο, πράγμα που κυνηγούσε σαν τρελός.

Άφησα το ευεργετικό νερό να τρέξει επάνω μου και χαλάρωνα μουρμουρίζοντας ροκ μπαλάντες. Λίγο πριν βγω από την μπανιέρα, η κασέτα έκανε ένα μικρό κενό και ύστερα άρχισε να παίζει ένα μελαγχολικό ερωτικό τραγούδι του Νότη Μαυρουδή, συμπλήρωμα μπόνους από τη φίλη που είχε κάνει την ηχογράφηση. Ξαφνικά σφίχτηκε η καρδιά μου κι ένα ασήκωτο βάρος στάθηκε στους ώμους μου. Από φόβο να μη λυγίσουν τα γόνατά μου, ακούμπησα στον τοίχο και άρχισα να παίρνω βαθιές αναπνοές. Με ψυχοπλάκωσε εκείνο το τραγούδι. Με έκανε να αναρωτηθώ αν ήμουν ευτυχισμένη, ειδικά με τη ζωή που είχα με τον Τάσο.

Περνούσαμε καλά, ήρεμα κι αρμονικά. Μεταξύ μας υπήρχε εμπιστοσύνη, σεβασμός και κατανόηση. Όλο αυτό έμοιαζε με αγάπη. Κάποιες φορές μονότονη. Έλειπε κάτι νόστιμο, για να τη ζωντανέψει. Η σχέση μας ήταν γεμάτη, αλλά όχι πλήρης, πώς να το εξηγήσω, ήταν σημαντική, μα όχι ουσιαστική. Έπιασα από το ράφι την υδατική κρέμα σώματος και διάβασα μηχανικά τα συστατικά της. Περιείχε Αλόη και φρούτα του πάθους. Μάλιστα! Αυτό ήταν που μας έλειπε. Το πάθος. Δεν ήθελα να σκεφτώ εκείνη τη στιγμή αν το παιχνίδι ήταν εντελώς χαμένο, ήμουν όμως σίγουρη πως πολύ σύντομα θα συζητούσα τους προβληματισμούς μου με τον Τάσο.

Ηρεμότερη, γεμάτη αυτοπεποίθηση, άρχισα να χτενίζω τα μαλλιά μου. Τα έπιασα ψηλά και βγήκα από το μπάνιο για να πάω να ντυθώ. Το μπουρνούζι μου τεμπέλιαζε στα άπλυτα, το σώμα μου δεν ήταν από τα τελειότερα, αλλά δεν το έκρυβα από το σύντροφό μου, έτσι προχώρησα στο σπίτι γυμνή. Ανέμελη και εκτεθειμένη, με βρήκε ένα μεγάλο σοκ. Μπροστά μου καθόταν ένας άγνωστος νεαρός. Με το που με είδε πετάχτηκε όρθιος. Άφησα μια μικρή κραυγή, άρπαξα το μαξιλάρι του καναπέ για να καλυφθώ κι άρχισα να οπισθοχωρώ. Αφού κατάλαβε πως ήμουν τρομαγμένη και ντροπιασμένη, γύρισε από την άλλη και μου εξήγησε ότι ήταν ο Έκτορας και περίμενε τον αδερφό του που είχε πάει να παρκάρει το αυτοκίνητο που είχαν νοικιάσει με την Άννα, επειδή ο ίδιος οδηγούσε μόνο μηχανή. Τον παρακάλεσα να μην κοιτάξει, ψέλλισα πως δεν τον άκουσα να μπαίνει και ζητώντας του συγνώμη, έτρεξα στην κρεβατοκάμαρα.

Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή. Είχα γίνει ρεζίλι. Γλύκας ο Έκτορας πάντως, σκέτος κούκλος. Αλλά κι εγώ θεοπάλαβη που μπορούσα να σκέφτομαι τέτοια πράγματα. Καθυστερούσα το ντύσιμό μου, με την ελπίδα πως θα επέστρεφε γρήγορα ο Τάσος, γιατί δεν ήθελα να ξαναβρεθώ μόνη μου με τον αδερφό του. Έτσι κι έγινε. Με το που άκουσα την πόρτα και τις ομιλίες των άλλων, πετάχτηκα στο σαλόνι δήθεν στεναχωρημένη για την αργοπορία μου. Ο Έκτορας μου έκλεισε πονηρά το μάτι και κατάλαβα πως δεν είχε αναφέρει τίποτα για τη συνάντησή μας. Έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις κι αφού ανταλλάξαμε κάποιες τυπικές κουβέντες, ζήτησα από τα παιδιά να καθίσουν στο τραπέζι και από τον Τάσο να με βοηθήσει λίγο στο σερβίρισμα. Η Άννα προσφέρθηκε πρόθυμα να βάλει ένα χεράκι κι έτσι αφήσαμε τα δύο αδέρφια να τα πούνε.

Η κοπέλα, πέντε χρόνια μικρότερή μου, ήταν μια συνηθισμένη ομορφούλα, απλή και μετρημένη. Μου μίλησε για τις σπουδές της στην ψυχολογία, επάγγελμα που μάλλον της ταίριαζε, αφού έδειχνε άνθρωπος που μπορεί να ακούσει τον άλλον και μετά με ρώτησε για τα δικά μου. Της έδωσα το στίγμα μου και σχεδόν άτσαλα τη ρώτησα αν ήταν ευτυχισμένη με το αγόρι της. Έκπληκτη, κούνησε θετικά το κεφάλι της και βιάστηκε να φύγει με τη σαλάτα και το νερό, σαν κυνηγημένη. Δυστυχώς, είχε ακόμα να παλέψει με τα ταμπού της για να γίνει μια καλή ψυχολόγος.

Σε όλο το δείπνο, ένιωθα άβολα μέσα στο ίδιο μου το σπίτι. Εκείνο που με τάραζε ήταν οι συχνές επίμονες ματιές του Έκτορα. Και το θρασύ, μα γοητευτικότατο χαμόγελό του. Με άλλες συνθήκες θα με ξετρέλαινε αυτός ο γκόμενος, αλλά όπως είχαν τα πράγματα, τον αντιμετώπιζα σαν μακρινό συγγενή, που του χάριζα για λίγο την φιλοξενία μου.

Είδα με μεγάλη μου ευχαρίστηση πως όλα τα πιάτα είχαν αδειάσει. Δεν ξέρω αν χάρηκα για την επιτυχία του δείπνου ή για την γοργή εξέλιξή του. Πρότεινα να περάσουμε στο καθιστικό, για να είμαστε πιο άνετα. Έκανα να σηκωθώ από την καρέκλα μου, ο Έκτορας έτρεξε και ιπποτικά μου έδωσε το χέρι του, για να με βοηθήσει. Δήλωσε πως ήταν ενθουσιασμένος από τη γνωριμία και πως θα ήταν τυχερός όποιος παντρευόταν μια τόσο καλή μαγείρισσα, σαν κι εμένα. Χαμογέλασα και έτρεξα να φέρω τα γλυκά. Είχα μπει στα τριάντα, αλλά δε σκεφτόμουνα καθόλου το γάμο. Με τον Τάσο, άρχισα να συγκατοικώ κυρίως γιατί το διαμέρισμά του απείχε μόλις δέκα λεπτά από τη δουλειά μου, και συνέχιζα να το κάνω από συνήθεια. Όχι πάντως επειδή δεν μου άρεσε να ζω μόνη. Ευτυχώς και για τους δυο μας, η δημοσιογραφία τον υποχρέωνε να λείπει πολλές ώρες από το σπίτι, αλλά κι όταν ήταν εκεί τα είχαμε βρει και δεν ενοχλούσε ο ένας τον άλλον.

Σε αυτές τις σκέψεις, δυο χέρια με αγκάλιασαν θερμά. Πέρασε από το μυαλό μου, πώς ήρθε ο Τάσος να με ευχαριστήσει που τον έβγαλα ασπροπρόσωπο. Ήμουν γελασμένη. Γύρισα και αντίκρισα τον Έκτορα να με κοιτάζει λάγνα, με μια θανατηφόρα σοβαρότητα. Ματιά ανθρώπου που μπορεί να φτάσει στα άκρα. Και τότε έγινε. Έσκυψε και με φίλησε στο στόμα. Αυθόρμητα ανταποκρίθηκα. Ήταν ένα φιλί άκρως ερωτικό, αλλά διόλου πρόστυχο. Κράτησε πολύ, αλλά και λίγο. Σαν μια ζωή, που κανείς δεν μπορεί να πει αν είναι μικρή ή μεγάλη. Σαν καλό κοριτσάκι, ήμουν η πρώτη που απομακρύνθηκε από τη δίνη. Ένας Θεός ξέρει πως ξεκόλλησα. Δεν μπόρεσα να πω τίποτα, άρπαξα το δίσκο με τους μπακλαβάδες, που όσο κι αν τους κοιτούσα δεν καταλάβαινα τι έβλεπα και βγήκα φουριόζα από την κουζίνα, με την ευχή να μη γινόταν αντιληπτή η αναστάτωσή μου.

Για καλή μου τύχη, ο Τάσος έδειχνε στην Άννα το τελευταίο του άρθρο και δε μου έδωσαν καμιά σημασία. Ο Έκτορας έψαξε τα c.d. διάλεξε το αγαπημένο μου, το έβαλε να παίζει κι άρχισε να τρωει το γλυκό του. Ευτυχώς σχετικά νωρίς, ή Άννα νύσταξε, μας ευχαρίστησαν ευγενικά κι έφυγαν. Ανάσανα με ανακούφιση, που η βραδιά τέλειωσε αναίμακτα, χωρίς παρεξηγήσεις και παρατράγουδα. Ενώ επιθυμούσα να συζητήσω με τον Τάσο δεν είχα το κουράγιο να το κάνω. Εθισμένη στην τεμπελιά, μπέρδευα πάντα τα σημαντικά με τα ασήμαντα, αλλά ευτυχώς ως τότε είχα σπείρει μόνο μικρές καταστροφές.

Ο Τάσος είπε πως ήταν πτώμα από την κούραση. Θα έβλεπε τα τελευταία νέα και θα κοιμόταν. Ξάπλωσα μαζί του στο κρεβάτι, κρατώντας μια σεβαστή απόσταση. Έδειξε ενοχλημένος, πέρασε το χέρι του στους ώμους μου και μου χάιδεψε απαλά τα μαλλιά. Ήταν μια κίνηση που, συνήθως, με χαλάρωνε, αλλά εκείνη τη στιγμή τσιτώθηκα, σαν να μου είχαν κάνει ηλεκτροσόκ. Στο δωμάτιο δεν υπήρχε τίποτα για να μου τραβήξει την προσοχή. Στο μυαλό μου χτυπούσε το καμπανάκι του κινδύνου. Πανικός. Τι ήθελα και τι έπρεπε να κάνω τελικά. Μπορούσα σίγουρα να μείνω με αυτά που είχα. Το σπίτι κοντά στη δουλειά, τον Τάσο από τη Θεσσαλονίκη, που ήθελε να γίνει διάσημος στην Αθήνα, το ωραίο μου γιουβέτσι και την καλοβαλμένη ζωή μου. Από την άλλη πάλι, ήξερα πως θα είχα τα κότσια να τα βροντήξω όλα κάτω και να ζήσω έναν έρωτα τίγκα στο πάθος και το λάθος, στην αγκαλιά του Έκτορα, χωρίς φυσικά να είμαι σίγουρη αν εκείνος γούσταρε κάτι τέτοιο.



Στο απέναντι παράθυρο έλαμψε μια αστραπή. Έτσι αστραπιαία, πήρα κι εγώ την απόφασή μου. Ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος. Την επόμενη μέρα, όσο κι αν μισούσα τις μετακομίσεις, θα μάζευα τα πράγματά μου, θα αποχαιρετούσα τον Τάσο και θα πήγαινα στο εξοχικό μου, δίπλα στη θάλασσα. Αποκοιμήθηκα δακρυσμένη.

Περασμένες τρεις, άκουσα τον Τάσο να μιλάει στο τηλέφωνο και να ρωτάει τον αδερφό του αν ήταν πιωμένος. Σε λίγο τον ένιωσα να φεύγει από το κρεβάτι. Μισοκοιμισμένη όπως ήμουν, δεν κατάλαβα πως έφυγε και από το σπίτι. Το χάραμα με ξύπνησε το τηλέφωνο. Ψυχρά και αυστηρά μου ζήτησαν να επισκεφτώ αμέσως το αστυνομικό τμήμα της περιοχής, για κάποια σοβαρή υπόθεση. Ντύθηκα βιαστικά κι έτρεξα να λύσω το μυστήριο. Ο νους μου δεν πήγε στο κακό.

Στο τμήμα, βρήκα την Άννα σε μαύρο χάλι. Μαζί με τον αξιωματικό υπηρεσίας, μου εξήγησαν πως ο Τάσος μετά από έντονο καυγά που είχε με τον αδερφό του, τον σκότωσε και στη συνέχεια αυτοκτόνησε. Δεν καταλάβαινα τίποτα. Θέλησα να κοιτάξω την Άννα στα μάτια, αλλά στο βλέμμα της υπήρχε ένα εκτυφλωτικό φως γεμάτο πόνο, κοφτερό σαν ατσάλινο μαχαίρι πολεμιστή Σαμουράι. Συντετριμμένη, μουρμούριζε κάτι για μια συζήτηση που είχε με το αγόρι της, λίγο πριν εκείνο τηλεφωνήσει στον Τάσο. Έκλεισα τα αυτιά μου στα λεγόμενά της κι έφυγα σαν τρομαγμένο ελάφι. Δεν έμαθα ποτέ λεπτομέρειες για εκείνη τη συζήτηση.

Η κηδεία των παιδιών έγινε στη γειτονιά που είχαν μεγαλώσει. Εγώ δεν ξαναπήγα από τότε στη Θεσσαλονίκη, ούτε ξανακοίταξα κανέναν κατάματα. Φοβόμουνα μη δούνε τον τρόμο μου, έτρεμα μην ξαναδώ το φως.

21 Comments:

Blogger Ανδρομεδα said...

Συγνώμη για το σεντόνι... μου ήταν αδύνατον να το πετσοκόψω... όποιος επιθυμεί ας διαβάσει και ευχαριστώ για την κατανόηση!

10:13 AM  
Blogger Sokxenos said...

Το τέλος είναι γκρεμός. Με παραξένεψε. Ευτυχώς ποτέ δεν προσωποποιώ το κείμενο με το συγγραφέα.
Κυρά των αστεριών, καλημέρα.

11:35 AM  
Blogger Ανδρομεδα said...

Ευτυχώς Σωκράτη μου! Καλημέρα!

12:25 PM  
Blogger 2 Shots of Happy, 1 Shot of Sad said...

Κοκαλωμένη καλημέρα...

12:45 PM  
Blogger apousia said...

Πάντα ευπρόσδεκτα τέτοια σεντόνια,κι ας μας αφήνουν μια αδιευκρίνιστη γεύση,θολή μέσα στην καθαρότητά της...


Καλό σου μεσημέρι αγαπημένη!

1:27 PM  
Blogger Ανδρομεδα said...

Alienοφιλιά!!!!!!!!!!!!!!!

1:42 PM  
Blogger kyriaz said...

Αν η ιστορία είναι αληθινή,τότε τα σενάρια του Παπακαλιάτη δικαιώνονται...
Αν όμως η ιστορία είναι πλαστή...τότε μαλλον πρέπει να αλλάξεις κάτι στο τέλος.Υπάρχει μια υπερβολή που δε δείχνει αληθοφανής.
Ελπίζω να μη σε στενοχώρησα...
Με εκτίμηση πάντα!

2:18 PM  
Blogger Almost Famous said...

δεν με κούρασε καθόλου το σεντόνι σου, το αντίθετο μάλιστα!! και το τέλος αναπάντεχο!!

2:21 PM  
Blogger Ανδρομεδα said...

almost famous than's!

kyriaz μου, το τέλος είναι το πιο αληθινό κομμάτι της ιστορίας, όλα τα υπόλοιπα είναι πολύ μπερδεμένα... Α κι όχι δε με στεναχωρούν οι απόψεις των άλλων κυρίως όταν τους εκτιμώ, επίσης ας ξέρεις όμως πως εμένα δε με εκφράζουν διόλου τα αληθοφανή...
Σμακ!

2:34 PM  
Anonymous Anonymous said...

Τρελή μου; Τρίτο βραβείο διηγήματος πανελλήνιας ένωσης λογοτεχνών αν δεν κάνει λάθος το google; Το είχα δει κάποτε και ήθελα πολύ να μάθω για πιο λόγο το πήρες... Τώρα έμαθα! Μπράβο αλιενάκι!

2:44 PM  
Anonymous Anonymous said...

ωραίο σεντόνιιιι! :D
Άννα

3:20 PM  
Blogger kyriaz said...

@ανδρομέδα said:
"το τέλος είναι το πιο αληθινό κομμάτι της ιστορίας, όλα τα υπόλοιπα είναι πολύ μπερδεμένα"...

Αν ξαναπώ τίποτε για τον Παπακαλιάτη....να μου συμβεί ό,τι και στους ήρωές του!

3:37 PM  
Blogger Αιολος said...

Μόνο με μολύβι τα γραπτά μου...καλησπέρα.

5:22 PM  
Blogger Jirashimosu said...

Μου έφερε στο μυαλό τις ολοκαίνουργιες "Νυχτερίδες" της Λένας Κιτσοπούλου. Από αυτές τις βουτιές στις ανθρώπινες ψυχές που σε τρομάζουν.

1:02 AM  
Blogger GLOBAL said...

...

5:57 AM  
Blogger αερικο said...

Πολυ ομορφο κειμενο αλλα μου δεσε την καρδια κομπο, μ' ενα ωχ εμεινα και δε λεει να φυγει..
Καλημερα Ανδρομεδα.

11:41 AM  
Blogger Ανδρομεδα said...

Σας ευχαριστώ για τα σχόλια και την παρέα!

Την ιστορία αυτή την έζησα από κοντά κάποτε και τη διηγήθηκα με τον τρόπο μου! Φίλος μου είπε πως δίπλα στον τίτλο θα έπρεπε να γράψω "διήγημα"... μάλλον έχει δίκιο.

Ναι βρε "χαμένε αποσπερίτη" Νικόλα, όπως τα λεει το google...

Σωτήρη... καλοπερνάς; Φιλί!

1:19 PM  
Blogger Markos said...

Αφήγηση, διήγημα, ό,τι και να το χαρακτηρίσεις, είναι πολύ όμορφο αν και σκληρό.
Ίδιο η ζωή ...

2:16 PM  
Blogger ellinida said...

Με ψιλοτσάκισες ! Εγώ το βρήκα πανέμορφο το κείμενο , και δεν βρήκα κανένα ψεγάδι . Γιατί η αληθινή ζωή υπερβαίνει την φαντασία κάποιες φορές .
Και ξέρω τι σημαίνει να βρίσκεσαι μεταξύ δυό αδελφών ... Ω δεν υπάρχει τίποτα το χειρότερο .
Αληθινό ή όχι δεν έχει σημασία , εσύ ξέρεις . Πάντως ήταν τόσο καλογραμμένο που έμοιαζε για αληθινό και αυτό έχει σημασία .
φιλιά πολλά

12:31 PM  
Blogger ellinida said...

Το πιό αστείο είναι ότι σκεφτόμουν την δικιά μου ιστορία με τους δύο αδελφούς αυτές τις μέρες . Αναρωτιόμουν αν έπρεπε να την γράψω ή όχι . Γιατί την είχα απωθήσει .

12:32 PM  
Blogger mortaki said...

Κ Α Τ Α Π Λ Η Κ Τ Ι Κ Ο !

4:49 PM  

Post a Comment

<< Home