Friday, July 28, 2006

Ευχαριστώ!

...

Thursday, July 27, 2006

Το Τελευταίο...

μη με περιμένετε...
Δεν έχω άλλο χρόνο, ούτε θα ψάξω να βρω.

Θα πρέπει να το έχετε καταλάβει, δεν είμαι για εδώ. Η ψυχή μου τρέχει...
Σας ευχαριστώ! Σας αγαπώ και θα σας έρχομαι στα δικά σας μπαλκόνια γλυκά μου!

Το τελευταίο ποστ της Ανδρομέδας, στιχάκι αγαπημένο για όλους έσας!!!
Αλιενοφιλιά!

Αχ, στην αρχή των τραγουδιών
το αχ είναι γραμμένο.
Είναι γλυκό είναι πικρό είναι κι ονειρεμένο.
Αχ συ που φεύγεις, πού τραβάς
πού πας και ξεμακραίνεις.
Ώρες, στα ρυάκια χάνεσαι
κι ωρες, στα όρη βγαίνεις.
Αχ, τα τραγούδια είν' ευχή
και πάρε την μαζί σου.
Στ' αρώματα, στα χρώματα
στις μουσικές χαρίσου.

(Κώστα Γουδή - Νίκου Ξυδάκη)

Κυριακή 23/7/06


Οι τελευταίοι καλεσμένοι του Σαββάτου έφυγαν κατά τη μία. Καθώς πήγαινα για ύπνο, η γιαγιά Ελένη μου ζήτησε να τη συνοδέψω στην Κυριακάτικη λειτουργία για να γνωρίσω την κυρία με το ναρκομανή γιο. Αφού δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα για τους νεκρούς, ας βοηθάμε τους ζωντανούς, μου εξήγησε και με φίλησε για να με καληνυχτίσει. Περπάτησα λίγο στο μπαλκόνι κοιτώντας τον ουρανό, νανούρισα τις σκέψεις μου και κοιμήθηκα ήρεμα στη σιγαλιά.

Το πρωί της Κυριακής, έκανα γρήγορα ένα ντους και πήγα στην εκκλησία με τη Γιαγιά Ελένη. Μετά μας πήγε με τη φίλη της σε ένα συμπαθητικό καφέ. Έδωσα κάποιες συμβουλές στην πολύ γλυκιά γυναίκα, μα επειδή οι τύψεις και η ντροπή της ιδέας πως είχε αποτύχει σαν μητέρα, την εμπόδιζαν να με ακούσει, την άφησα να μου πει τον πόνο της και συμφωνήσαμε να πάει με το γιο της όπου θα την έστελνα.

Αργότερα, περπατήσαμε λίγο με τη γιαγιά στο χωριό, με πήρε στο κινητό ο εγγονός της και μου είπε πως θα πηγαίναμε για μεσημεριανό σε ένα παραθαλάσσιο ταβερνάκι για ψάρι. Ντροπαλά η γιαγιά Ελένη μου εκμυστηρεύτηκε πως ένιωσε πολύ καλά μετά το χτεσινό μασάζ. Την πήγα σχεδόν με το ζόρι σπίτι και έβαλα όλη μου την τέχνη για να την ανακουφίσω από τον πόνο που είχε στήσει το λημέρι του σ’ αυτό το γέρικο κορμί. Μου είπε με λίγα λόγια ένα φόβο της, μην πεθάνει μόνη της στο σπίτι κι εγώ την παρηγόρησα πως σίγουρα κάτι θα κάνουμε γ’ αυτό.

Για καλή μου τύχη άρχισε να μου αφηγείται ιστορίες από τη ζωή της, την εφηβική της περίοδο στα Χανιά, πόσο δύσκολα ένιωσε όταν δούλεψε για δυο χρόνια στο ραφτάδικο του νονού της στην Αθήνα και πόσο σκληρός ήταν ο πρώτος καιρός, νιόπαντρη στο χωριό του άντρα της, ώσπου να τη μάθουν οι συγγενείς κι οι συγχωριανοί και να αποκτήσει την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη τους.

Πάνω εκεί δεν έχασα την ευκαιρία, ήξερα πως ήταν η καταλληλότερη στιγμή, να της μιλήσω για τα παιδιά. Το έπαιξε ψύχραιμη μα τα δάχτυλά μου πυροβολήθηκαν από την ταραχή της. Τη ρώτησα αν θα μπορούσε να βοηθήσει τη S. να μην αισθανθεί τόσο ξένη και παράταιρη, όσο είχε νιώσει εκείνη όποτε άλλαζε σπίτι. Ευτυχώς, το πήρε πάνω της. Γύρισε με κοίταξε με μάτια λαμπερά και κατάλαβα πως το ζευγάρι είχε πια έναν πανίσχυρο σύμμαχο.

Στο ταβερνάκι, μεταξύ χταποδιού και ψαριών και φυσικά με τη βοήθεια του ούζου, μπόρεσα να βρω μια καλή λύση για τη ζωή της γιαγιάς Ελένης. Είχε ένα μεγάλο τριάρι στην Αθήνα, δήθεν για να μένει όποτε ανέβαινε στην πόλη. Δηλαδή ποτέ. Ο Τ. και η S. είχαν πολύ καλούς μισθούς θα το νοίκιαζαν, με χαμηλή βέβαια τιμή, γιατί πως αλλιώς. Με τα χρήματα αυτά η γιαγιά θα έπαιρνε μία βοηθό για το σπίτι. Κοπέλα που γνωρίζαμε ήδη από το χωριό, έτσι θα βοηθούσε μια πάμφτωχη ορφανή, θα έκανε την καθημερινότητα της πιο εύκολη και δε θα είχε πια το φόβο να είναι μόνη αν πάθαινε κάτι .

Το απόγευμα της Κυριακής η γιαγιά Ελένη κελαηδούσε σαν καρδερίνα. Η S. έπαιζε με το σκυλάκι της, ο Τ. μάζευε τα τελευταία λεμόνια κι εγώ δούλευα στιχάκια για το c.d. ενός φίλου. Η διάθεση όλων στα καλύτερά της.

Την άλλη μέρα πήγαμε εκδρομή για πεζοπορία στη φύση, περάσαμε υπέροχα απέκτησα κι έναν ισπανό θαυμαστή, αλλά γι’ αυτό δε θα πω κου-βέ-ντα!
F I N

Wednesday, July 26, 2006

Πονάω Πηγιώ μου!



- Λωποδύτες μου στο τραπέζι! Φώναξε η γιαγιά Ελένη.
Καλά, όπως πάντα το μεγάλο τραπέζι της πίσω αυλής, ήταν γεμάτο. Ντολμαδάκια γιαλαντζί, τας κεμπάπ με ατζέμ πιλάφι, γεμιστά καλαμάρια, σαλάτα με καβουρδισμένα κουκουνάρια… τέσσερις ώρες κράτησε το γεύμα, μαζί με τα γλυκά του κουταλιού και τον πολίτικο χαλβά.

Τα παιδιά ήθελαν να ξαπλώσουν λίγο. Εγώ είπα πως δε θα έτρωγα ξανά εκεί αν δε βοηθούσα στα πιάτα. Το δέχτηκε πιο εύκολα από ποτέ. Μιλούσαμε περί ανέμων και υδάτων, μου είπε πως ακούει στο Β’ Πρόγραμμα τα τραγούδια που έγραψα με το Σωκράτη και το Νικολάκη, (ναι του έχει ιδιαίτερη αδυναμία του Παπάζογλου), με είπε και τεμπέλα, που δε γράφω περισσότερα τραγούδια. Της εξήγησα πως αυτά τα πράματα δεν είναι όσο απλά τα νομίζει και πως εγώ προσωπικά δεν έχω τη διάθεση να ζορίσω καταστάσεις.

- Να πούμε κανένα τραγουδάκι; Τη ρώτησα. Ήθελα πολύ να την ακούσω πάλι. Είχε απίστευτό ρεπερτόριο. Ανατρίχιασα όταν για πρώτη φορά την άκουσα να λέει συγκλονιστικά: Στον άλλο κόσμο που θα πας, κοίτα μη γίνεις σύννεφο…

Μόλις τελειώσαμε τα πιάτα, έφτιαξε καφεδάκια και πήγαμε πάλι στην αυλή. Άρχισε να μου λέει για το γιο μιας καλής κυρίας που κάθονται μαζί στην εκκλησία, μήπως μπορούσα να βοηθήσω γιατί νομίζουν πως παίρνει ναρκωτικά, το βρωμόπαιδο. Της είπα πως κατ’ εμένα δε θα έπρεπε να κακοχαραχτηρίζει κανέναν, γιατί μια γνωστή μας που παίρνει 2-3 χάπια για να κοιμηθεί, χωρίς να το εγκρίνει ο γιατρός της, την λέει καημένη, το παιδί όμως που κάτι προσπαθεί να πνίξει στις ουσίες το βρίζει. Της ζήτησα να τα πούμε άλλη ώρα αυτά, ίσως μαζί με την ανήσυχη μητέρα και την παρακάλεσα να μου μιλήσει για την ίδια.

- Δεν είμαι καλά! Πονάω Πηγιώ μου, σε όλο μου το σώμα. Μου είπε δειλά. Ένιωσα μια μαχαιριά στην καρδιά μου. Της έπιασα το χέρι και την ρώτησα αν έχει πάει στο γιατρό.

Μου απάντησε πως τη βλέπει καρδιολόγος δυο φορές το χρόνο, η καρδιά της είναι μια χαρά μόνο ένα χαπάκι προληπτικά της δίνει για την πίεση. Μετά τη ρώτησα αν έχει κάνει πρόσφατα εξετάσεις αίματος, σηκώθηκε και μου τις έφερε. Το ζάχαρο ήταν κάπως ανεβασμένο. Της εξήγησα πως πρέπει να το παρακολουθήσει, γιατί είναι ύπουλη ασθένεια ο διαβήτης, μετά της έσταξα στο νερό διπλή δόση κάποιων ανθοϊμάτων ειδικών για σοκ. Της ζήτησα με ύφος που δε σήκωνε αντιρρήσεις να της κάνω μασάζ για να βρω την ένταση στο σώμα της και να την ξεκουράσω λιγάκι.

Έβαλα στα χέρια μου λίγο έλαιο και άρχισα να καλοπιάνω το κουρασμένο κορμί της, που ήταν ένας κόμπος… όταν την ένιωσα να χαλαρώνει, δούλεψα με τον αυχένα της και με λίγα λόγια της μίλησα για το ξαφνικό κακό που μας βρήκε με το τροχαίο του Δ. με άκουγε αμίλητη, όταν σιώπησα, σχολίασε με παράπονο πως έπρεπε να τη φωνάξουν στην κηδεία.

Μετά πετάχτηκε απότομα, φόρεσε τη ρόμπα της και μου δήλωσε αφήνοντας με κάγκελο:
- Απόψε θα κάνουμε τραπέζι για το παλικάρι, θα καλέσουμε τους… τον μπάρμπα… καμιά εικοσαριά άτομα. Πλύνε τα χέρια σου να με βοηθήσεις!

συνεχίζεται…

Tuesday, July 25, 2006

Η γιαγιά Ελένη


Τη διαδρομή ως το παραδεισένιο εξοχικό της, τη βάρυνε ο πρόσφατος χαμός του Δ. στον περισσότερο δρόμο, ακούγαμε αμίλητοι μουσική. Σπάνια σχολιάζαμε κάτι για το τοπίο. Ο Τ. οδηγούσε χαλαρά, εγώ καθόμουν δίπλα του κι η S. με το σκυλάκι της στο πίσω κάθισμα.

Ξαφνικά είχα βρεθεί με 2 υποχρεώσεις. Η πρώτη ήταν εύκολη υπόθεση, θα έπρεπε να ανακοινώσω στη γιαγιά του Τ. την κυρά Ελένη, πως με τη S. πάνε για γάμο και θα ζουν μια στην Ελλάδα, μια στο Βέλγιο. Το άλλο πράγμα που με είχαν παρακαλέσει να κάνω ήταν να της μιλήσω για το δυστύχημα του Δ. που τον είχε βαπτίσει η κόρη της. Είχα την τύχη να εκπαιδευτώ κάποτε στο Παρίσι από ένα ψυχολόγο που είναι εξπέρ στο να εξοικειώνει τους ανθρώπους με το θάνατο, έχω κάνει και μια εργασία πάνω στα γραπτά της Elisabeth Kübler-Ross, (διαβάστε το Θάνατος Μια Αλλαγή Ζωτικής Σημασίας – Death Is Of Vital Importance). Μα όπως και να το κάνεις είναι δύσκολο για τους θνητούς να αποδεχτούν αυτό το γεγονός.

Ακόμα και με την άφιξη, με το πρώτο βήμα μου στο εξοχικό, κατάλαβα πως αυτή η επίσκεψη δε θα ήταν όπως οι άλλες. Ο κήπος σχεδόν εγκαταλειμμένος, το αλατοπίπερο όπως έλεγα τα μαλλιά της γιαγιάς Ελένης εντελώς άσπρα πια, μέσα σε ένα χρόνο είχε καταπέσει τόσο, που αν δεν την έβλεπα στο χώρο της, δύσκολα θα την αναγνώριζα. Μόνο η αγκαλιά της ήταν το ίδιο στοργική και φιλόξενη όπως πάντα!

- ομόρφυνες Πηγιώ μου! Είπε με το καλωσόρισες. (Πάντα έτσι μου λέει, ε, δε βλέπει και καλά η καημενούλα. Χι χι)! Ζούσα για αυτό το Πηγιώ. Οι κοντινοί μου άνθρωποι ξέρουν την παραξενιά μου. Δε γουστάρω να μου αλλάζουν το όνομα όταν με αποκαλούν με το βαπτιστικό μου. Ούτε Πηγούλα, ούτε Πηγάκι, μπρρρ, τα σιχαίνομαι αυτά! Μόνο αυτό το Πηγιώ, αποκλειστικά από τα χείλη της γυναίκας που ήρθε παιδούλα από το Βόσπορο, έζησε χρόνια στα Χανιά και παντρεύτηκε στη Μεσσηνιακή Μάνη, μου ακούγεται σαν αγγελική μελωδία.

Θα μπορούσα να κάτσω όλη την υπόλοιπη μέρα στην αγκαλιά της. Μα επειδή ήξερα καλά πόσο άβολα ένιωθε η ξενόφερτη νύφη, ψιθύρισα στο αυτί της γιαγιάς, πως έπρεπε σαν άψογη οικοδέσποινα που ήταν, να υποδεχτεί και την κοπέλα του εγγονού της, με τον τρόπο που ταίριαζε στην οικογένεια τους.

Με άφησε απρόθυμα και γύρισε προς τους άλλους, εγώ για να τους δώσω την ευκαιρία να μείνουν μόνοι, πήγα στο δωμάτιό μου να τακτοποιήσω τα πράγματά μου. Από μέσα μου ευχόμουν να κατάλαβε η S. πως δε θα έπρεπε να ακολουθήσει τη συμβουλή που της είχα δώσει, να παινέψει τις τριανταφυλλιές της γιαγιάς Ελένης, γιατί φέτος τα λουλούδια της είχαν δυστυχώς το κακό τους το χάλι!

συνεχίζεται…

Saturday, July 22, 2006

Πάω σε ένα μικρό παράδεισο


Θα περάσω λίγες μέρες σε ένα σπίτι που οι ντουλάπες μοσχοβολούν λεβάντα, τα ράφια της κουζίνας βανίλια, η οικοδέσποινα φορά πάντα μια ποδιά στη μέση, κι όλη μέρα τραγουδάει και ζυμώνει μαζεύει λαχανικά από το κηπάκι της, μαγειρεύει, γεμίζει λουλούδια τα βάζα, μας αγκαλιάζει και μας δίνει ευχές!
Γιαγιά ενός φίλου, 73 χρόνια τώρα συνδέει την Μεσσηνία με τον παράδεισο!
Να είσαστε καλά, θα επιστρέψω! Νομίζω....

Friday, July 21, 2006

Μάσκα δεν έχω να κρυφτώ... που λέει κι ο Θανάσης

Αν νομίζουν όσοι έχουν τα θανατηφόρα μέσα
Πως μόνο το αίμα που κυλάει στις φλέβες
Είναι ζωή
Και πως όταν αυτό χυθεί θα χαθεί κι η ψυχή
Είναι τόσο γελασμένοι
Όσο γελασμένος είναι εκείνος που πιστεύει
Πως έγινε Θεός στη θέση του Θεού

Πως έγινε αρχηγός στη θέση του εαυτού μου
Και πως κάποτε κι εγώ που σαν σκουλήκι με κοιτάει
Που σαν σκουπίδι με πετάει
Θα του βγάλω το καπέλο
Και θα σκύψω να με πατήσει
Και θα γελάει θα γελάει…
Ώσπου…

Να σκύψω με δική μου βούληση
Εγώ που δε διαθέτω θανατηφόρα μέσα
Να πέσω μπροστά σου
Κι εκεί που θα σηκώνει το ποδάρι
Κι εκεί που θα ξεκαρδίζεται ηλίθια από τα γέλια
Ναι, εκεί που θα λέει στους άλλους πως τελικά με κατάφερε
Θα τραβήξω το χαλί κάτω από τα πόδια του

Να δει κι αυτός πως είναι να σου παίρνουνε τη δόξα
Την ελπίδα
Το τέλος σου μέσα από τα χέρια
Και θα γελάω… θα γελάω!

Tango


Στις πέντε τα χαράματα χόρεψα με τον αέρα
σφαίρα η ψυχή μου φονική στη λύπη μου φοβέρα
χτυπάτε όσο θέλετε χαζοί καημοί και πίκρες
έχω κλειστές τις πόρτες μου στα μίζερα, στις ήττες.

Thursday, July 20, 2006

Το παραμύθι του ληστή

Ένα ηλιόλουστο πρωί της Άνοιξης, πετάχτηκα αγουροξυπνημένη από τη σειρήνα ενός περιπολικού. Άνοιξα διάπλατα τα μάτια για να πείσω τον εαυτό μου πως είναι μέρα, άφησα το ωραίο μου κρεβάτι και πάτησα το κουμπάκι του αγαπημένου μου ραδιοφωνικού σταθμού για να βάλω ρυθμό στη ζωή μου.

Σφυρίζοντας το αισιόδοξο τραγουδάκι που σεργιανούσε στα ερτζιανά, έπλυνα το πρόσωπό μου, ετοίμασα πρωινό και πήγα να το απολαύσω στο φωτεινό καθιστικό μου. Καθώς πλησίαζα στο τραπέζι, αντιλήφθηκα πως δεν ήμουν μόνη. Όμως δεν τρόμαξα καθόλου.

Η παρουσία στην συγκεκριμένη θέση ενός άγνωστου νεαρού γύρω στα εικοσιπέντε, ενώ με γέμισε ερωτηματικά, μου φάνηκε τόσο οικεία που κάθισα δίπλα του με άνεση, του χαμογέλασα και του άλειψα μια φέτα ψωμί με βούτυρο και μέλι.

Μου χαμογέλασε και παρατήρησε πως ένιωθε τυχερός επειδή δεν ήμουν από τους ανθρώπους που δεν δίνουν ούτε του αγγέλου τους νερό. Τον άφησα για λίγο κι έτρεξα να του φέρω μια κούπα τσάι. Τον παρότρυνα να το πιεί. Ήταν πράσινο κινέζικο τσάι. Του αράδιασα τις ευεργετικές του ιδιότητες, μα δεν ήπιε ούτε γουλιά.

Με ρώτησε μόνο για την καταγωγή του μελιού που τον είχα τρατάρει κι εγώ του απάντησα πως ήταν χάρισμα από το χωριό ενός φίλου. Από το Ανθοχώρι. Κούνησε το κεφάλι του κι η όψη του έγινε πιο γαλήνια και πιο λαμπερή. Μου μίλησε για πράγματα ακαταλαβίστικα, αλλά δεν με πείραζε καθόλου. Είχε καταλάβει γιατί συναντηθήκαμε εκείνη τη μέρα, που κατά τύχη είχα τα γενέθλιά μου και ούτε λίγο ούτε πολύ, υποστήριξε πως έτρωγα πρωινό με τον φύλακα άγγελό μου.

Νόμιζα πως μου έκανε πλάκα και του ζήτησα να με συγχωρέσει γιατί θα έπρεπε να ντυθώ και να κατέβω στο κέντρο της Αθήνας για κάτι δουλειές. Δεν έδωσε μεγάλη σημασία στα λεγόμενά μου. Με ρώτησε αν έχω επισκεφτεί το Ανθοχώρι και τα γύρω χωριά. Του απάντησα θετικά και τότε με το πάντα χαμογελαστό μα και γεμάτο σιγουριά ύφος του μου δήλωσε πως εκείνη την ημέρα θα πηγαίναμε ξανά σε εκείνα τα μέρη.

Ήθελε να μου ανταποδώσει την φιλοξενία με ένα κέρασμα δίπλα στη λίμνη. Να πιούμε τσίπουρο θεσσαλικό κι όχι κινέζικο τσάι και σαχλαμάρες. Γεννήθηκε και μεγάλωσε εκεί πάνω, αλλά έλειπε καιρό και η νοσταλγία του άνοιγε το δρόμο. Η λογική είχε εξαφανιστεί από τη σκέψη μου και σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα, του είπα πως θα τον συνόδευα με μεγάλη χαρά.

Ντύθηκα βιαστικά και βγήκαμε στο δρόμο. Αστυνόμοι και κόσμος ήταν μαζεμένοι απέναντι από το σπίτι μου. Ακούσαμε για μια ληστεία στο ταχυδρομικό ταμιευτήριο, δεν μας ενδιέφερε μιας και είχαμε μυαλό μόνο για το ταξίδι μας.

Όταν πλησιάσαμε το αυτοκίνητό μου, ρώτησα τον παράξενο συνταξιδιώτη μου αν θα ήθελε να οδηγήσει. Μου απάντησε πως οι άγγελοι δεν οδηγούν αυτοκίνητα, αλλά σύννεφα και σκάσαμε στα γέλια.

Η διαδρομή μας στην Εθνική οδό ήταν ευχάριστη. Συζητούσαμε αρμονικά για το κακό και το άδικο, για τα καλά και τα στραβά της κοινωνίας. Μετά, αρχίσαμε να τραγουδάμε δυνατά τα τραγούδια που έπαιζαν οι κασέτες μου. Το πιο αγαπημένο του ήταν εκείνο για την αθανασία του Μάνου Χατζιδάκι κι εμένα κάτι πιο ροκ από το συγκρότημα Τρύπες με τον τίτλο: " ακούω την αγάπη ". Όταν του το τραγούδησα είπε πως η αγάπη είναι θάνατος κι εγώ υποστήριξα πως είναι ο θάνατος που σε οδηγεί στην αθανασία. Άρχισε να λέει πως η αγάπη πολλές φορές σε οδηγεί στο κακό, αλλά προσπερνώντας ένα φορτηγό που κουβαλούσε βαμβάκι, λίγο πριν ζυγώσουμε την Καρδίτσα, αντικρίσαμε ένα μαγευτικό θέαμα και σταματήσαμε να το θαυμάσουμε.

Το τοπίο έμοιαζε με τέλειο πίνακα υψηλής ζωγραφικής. Απέραντη έκταση με ολοκόκκινες παπαρούνες. Αγάπη και αθανασία. Ανοιγοκλείσαμε τα μάτια κι η ψυχή μας έκανε ένα κλικ για να φωτογραφίσει την εικόνα.

Φτάσαμε αμίλητοι ως την Μητρόπολη, όπου σταματήσαμε για βενζίνη. Καταευχαριστήθηκα την απλή κουβέντα του φίλου μου με τον βενζινοπώλη. Λαλιά γαλουχημένη από τους ήχους της λίμνης, λόγια καθαρά και καλοσυνάτα. Μέσα σε λίγα λεπτά ένα γενεαλογικό δέντρο σε πλήρη άνθηση. Στο τέλος, όπως συμβαίνει συνήθως βγήκανε μακρινοί συγγενείς.

Ξεχάσαμε κάθε αρνητική μικρότητα κλέβοντας σκηνές από το παιχνίδι των ηλιαχτίδων στο καμπαναριό της Μονής της Κορώνης και εξαγνισμένοι πια, φτάσαμε στη λίμνη του παραμυθιού, που μας υποδέχτηκε σαν παιδιά της.

Ήπιαμε τσίπουρο εκστασιασμένοι μπροστά σ’ αυτό το θαύμα του μικρού μας κόσμου. Περπατήσαμε παραδομένοι στη μεγαλόπρεπη φύση και παραδεχτήκαμε πως η ζωή είναι ωραία. Οι πίκρες και τα βάσανα μας, είχαν πάρει το δρόμο του πνιγμού στον λιμνοβυθό, ενώ εμείς επιπλέαμε σε μια θεϊκή αγαλλίαση.

Λίγο πριν σκοτεινιάσει για τα καλά, ο γλυκός μου φίλος με αγκάλιασε εξηγώντας μου πως θα έπρεπε να με αποχωριστεί και έκανε κατά τα νερά της λίμνης. Προτού να εξαφανιστεί μέσα σ’ αυτά, γύρισε και μου φώναξε να ακούω την αγάπη, πάντα ταπεινά και υπομονετικά. Ύστερα χάθηκε από τα μάτια μου.

Εκείνο το βράδυ, κοιμήθηκα μέσα στο αυτοκίνητό μου σε μια γωνιά του Νεοχωρίου. Το πρωί, πήρα το δρόμο του γυρισμού. Προσπάθησα να ξεγελάσω την στεναχώρια της απώλειας του φίλου με μια γλυκιά πορτοκαλάδα στο πάρκο που διώχνει τη λύπη και ξεκίνησα αποφασισμένη να φτάσω στην Αθήνα χωρίς άλλη στάση.

Στο δρόμο, σκεφτόμουνα πως δεν ήξερα καν το όνομα αυτού του αξιαγάπητου παιδιού και μέσα στη ψυχή μου τον βάφτισα αθάνατο. Τα μεσάνυχτα, παρακολουθώντας τις τηλεοπτικές ειδήσεις τον είδα να μου χαμογελάει από την φωτογραφία του.

Ήταν ο Άγγελος, επίθετο δεν θυμάμαι, είκοσι επτά ετών από τη Θεσσαλία. Είχε σκοτωθεί το προηγούμενο πρωί από σφαίρα αστυνομικού, γιατί ήταν συνεργός στη ληστεία του ταμιευτηρίου της γειτονιάς μου. Όλοι πίστευαν πως ήταν ένας νεκρός κακοποιός. Εγώ πάλι όχι. Ήξερα πως ήταν ο φύλακας άγγελός μου.
Υ.Γ. Το παιδί εκείνο ήταν μαζί μου στο μεταφραστικό των γαλλικών, αριστούχος και στο Πανεπιστήμειο, μα..........

Wednesday, July 19, 2006

Χωρίς παρεξήγηση!



που ανήκεις; με ρώτησε ο σορόκος
πουθενά! Και βαριέμαι να μιλάω εντάξει; Του απάντησα.
καλά! Είπε και φύσηξε δήθεν αδιάφορα από πάνω μου.

Στο φεγγάρι δεν ανήκεις; Ρώτησε μετά από λίγο.
Όσο μου ανήκει κι εκείνο. Τίποτα δε μου ανήκει σε τίποτα δεν ανήκω! Μουρμούρισα.

Και η αγάπη που του έχεις; Η αγάπη που έχεις για όλους σε όσους χαμογελάς; Επέμεινε το αγέρι.
Ε, είναι αγάπη! Ελευθερία είναι! Δύναμη για την εξέλιξη των πραγμάτων και των πνευμάτων… Του απάντησα.

Εμένα μου ανήκεις! Είπε πεισματικά.
Άσε, κι άλλοι χάψανε αυτό το παραμύθι, μα δες με αλλού αρμενίζω! Και τώρα μπορεί να κάθομαι εδώ και να με φυσάς, μα κάνω μία πάω στο κρεβατάκι μου και που με είδες που με ξέρεις. Του είπα

Ναι αλλά δεν πας! Έκανε σαν μικρό παιδί.
Λοιπόν για να τελειώνουμε αν κάποιος θέλει να πιστεύει πως του ανήκω με γεια του με χαρά του. Εγώ μόνο την αλήθεια θα πω και θα δείξω με την καρδιά μου. Ακολουθώ της ψυχής μου τη ρότα, με χέρια αδειανά, φιλόξενη αγκαλιά και ταξιδιάρικα όνειρα. Μη δεθεί κανείς με αυτό που τον γοητεύει σε μένα. Μην παγιδευτεί στην αγάπη που ρέει από τις εκβολές μου, όταν με μάθει καλά, θα καταλάβει πως δεν ανήκω πουθενά! Είπα και πήγα για ύπνο.

Tuesday, July 18, 2006

Η Ανδρομέδα πενθεί



Να σου πω; Μπράβο σου αγοράκι! Έφυγες στα 21 με τη μηχανή σου, όμορφος και σπουδαίος!

Όμως ρε μάγκα ήταν η σειρά σου να κεράσεις... Από χτες παίζω συνέχεια Αρκάιβ! Αλιενοφιλιά!

Monday, July 17, 2006

Πόσο μαλάκες είναι


αυτοί που τριγύρω παίζουν πόλεμο...

Saturday, July 15, 2006

Haute couture: Sok...











Μάτωσαν τα ακροδάχτυλά μου
ψάχνοντας τα πολύτιμα πετράδια που φορούσε
όταν την αγάπησες,
Σωκράτη.

Σε ευχαριστώ που μου έμαθες πως
να λατρεύω
τη γυμνή ομορφιά

Εκείνη που θα στολίζετε μόνο με λέξεις,
τις λέξεις σου!

Haute couture η ψυχή σου…






Thursday, July 13, 2006

Delirio











Φίλε μου θέλω ένα γράμμα να σου γράψω
για κάτι που απόψε μ’ έκανε να κλάψω.
Έκαναν μήνυση σε μια γριά κυρία
που τάιζε τα περιστέρια στην πλατεία.
Ποτέ δε σκέφτηκαν τη βρώμικη ψυχή τους
θέλανε μόνο να αστράφτει η αυλή τους.
Φτερά δεν είχε της καρδιάς τους η μιζέρια
σαν τα αγνά του ουρανού τα περιστέρια.

Φίλε μου θέλω ένα γράμμα να σου στείλω
φόλα κεράσανε του γείτονα το σκύλο.
Μαζί του ψόφησε και η συνείδησή τους
και βολευτήκανε στην ήσυχη ζωή τους.
Τους ενοχλούσαν λέει τα γαυγίσματά του
φόλα θα ρίχνανε και στα αφεντικά του.
Μα ετούτο πια θα καταντούσε να ναι φόνος
όμως κανένας τους δεν νιώθει δολοφόνος.

Σου γράφω φίλε κάτι ακόμα που έχει γίνει
σκότωσαν ένα ζωηρούλι καναρίνι.
Ξυπνούσαν λέει από το κελάηδισμά του
και τους ξεκούφαιναν τα τιτιβίσματά του.
Σε μία ζούγκλα ζούμε μάθε φίλε όλοι
μοιάζει με όμορφη πολιτισμένη πόλη.
Αν θες να μάθεις ποιοι νικούν σ’ αυτούς τους τόπους
άγρια θηρία είναι που τα λένε ανθρώπους.

να 'τος πάλι!

Wednesday, July 12, 2006

Φως



Ένα βροχερό Ανοιξιάτικο απόγευμα του 2000, μπήκα στο σπίτι κατάκοπη, φορτωμένη με ψώνια, εφημερίδες, περιοδικά κι ένα μπουκέτο λουλούδια. Βγάζοντας τα παπούτσια μου, έστειλα ένα τσιγκούνικο χαμογελάκι στον Τάσο, που δούλευε στο γραφείο του, πήρα ένα κρυστάλλινο βάζο, πήγα στην κουζίνα και άρχισα να το στολίζω. Το βράδυ θα τραπεζώναμε τον Έκτορα, που ήταν ο μικρός αδερφός του Τάσου και την κοπέλα του, την Άννα. Δεν τους γνώριζα. Ήταν φοιτητές στην Τιμισοάρα, για όπου είχανε φύγει τον προηγούμενο Αύγουστο, λίγες μέρες πριν τα φτιάξω με τον Τάσο. Επέστρεψαν από τη Ρουμανία για το Πάσχα και προτού να πάνε στο χωριό τους, θα έκαναν μια βόλτα στην Αθήνα.

Γέμισα το βάζο, αλλά το άδειασα πάλι, γιατί τα λουλούδια μου φάνηκαν ψηλά και άχαρα, ενώ σκοπός μου ήταν να γλυκάνουν το καθιστικό. Είχα διαλέξει πορτοκαλί ζερμπερά, με άσπρα και κίτρινα χρυσάνθεμα. Σύμφωνα με το Φενγκ Σούι, θα βοηθούσαν την ανάπτυξη της επικοινωνίας, ανοίγοντας κανάλια οικειότητας. Δεν είχα ιδιαίτερο άγχος, ούτε κανένα τρελό ενδιαφέρον για εκείνη τη βραδιά. Οι καλεσμένοι θα εισέπρατταν μια αληθινή εικόνα και όχι κάτι προσποιητό. Μαγείρεψα από το μεσημέρι, πράγματα που γνώριζα καλά. Η επιλογή τους έγινε από τον Τάσο, που ως Θεσσαλονικιός ήταν καλοφαγάς. Εκτιμούσε τις γεμάτες, κλασικές Ελληνικές γεύσεις και όχι τα τρελά κινέζικα ή τα ακαταλαβίστικα της Νουβέλ κουζίνας, που έφτιαχνα για τους φίλους μας. Μετά από σκέψη, καταλήξαμε στα γεμιστά μύδια και στο αρνάκι γιουβέτσι. Έφτιαξε η μαμά μου ένα μπακλαβά κούκλα, βάλαμε στο ψυγείο δυο μπουκάλια Μακεδονίτικο κρασί και όλα ήτανε στην τρίχα.

Μόλις τελειοποίησα το βάζο μου, το έβαλα στη θέση του, έπιασα τα πεταμένα μου παπούτσια και ξεκίνησα για το μπάνιο. Θυμήθηκα όμως τα μολύβια που είχα αγοράσει για τον Τάσο, τα έβγαλα από την τσάντα μου κι έτρεξα να του τα δώσω. Μου έσκασε ένα φιλί και μου έγνεψε να φύγω, για να τελειώσει γρήγορα τη δουλειά του. Ήταν ένας ανερχόμενος δημοσιογράφος. Συνεργαζόταν με ένα ραδιοφωνικό σταθμό και δύο περιοδικά. Το κακό ήταν πως έγραφε με μολύβι και μετά με έβαζε να του τα πληκτρολογώ όλα στον υπολογιστή, πράγμα που στην αρχή μου άρεσε, γιατί είχα την πρωτιά της ανάγνωσης, αλλά τελευταία άρχισε να με κουράζει. Εργαζόμουν ως κειμενογράφος διαφημίσεων, σχεδόν δέκα ώρες μπροστά από ένα κομπιούτερ και σαν να μη μου έφτανε αυτό, είχα και τα γραπτά του Τάσου. Το αίμα ανέβαινε στο κεφάλι μου. Έκλεισα το θερμοσίφωνο και έβαλα μια κασέτα από συναυλία του Κλάπτον στο παλιό μου κασετόφωνο, που μετά από μάχη είχα εγκαταστήσει σε μια γωνιά του λουτρού. Η κίνησή μου αυτή έβρισκε εντελώς αντίθετο τον καλό μου, αλλά τελικά με ευγνωμονούσε, γιατί μπορούσε να κερδίζει χρόνο, πράγμα που κυνηγούσε σαν τρελός.

Άφησα το ευεργετικό νερό να τρέξει επάνω μου και χαλάρωνα μουρμουρίζοντας ροκ μπαλάντες. Λίγο πριν βγω από την μπανιέρα, η κασέτα έκανε ένα μικρό κενό και ύστερα άρχισε να παίζει ένα μελαγχολικό ερωτικό τραγούδι του Νότη Μαυρουδή, συμπλήρωμα μπόνους από τη φίλη που είχε κάνει την ηχογράφηση. Ξαφνικά σφίχτηκε η καρδιά μου κι ένα ασήκωτο βάρος στάθηκε στους ώμους μου. Από φόβο να μη λυγίσουν τα γόνατά μου, ακούμπησα στον τοίχο και άρχισα να παίρνω βαθιές αναπνοές. Με ψυχοπλάκωσε εκείνο το τραγούδι. Με έκανε να αναρωτηθώ αν ήμουν ευτυχισμένη, ειδικά με τη ζωή που είχα με τον Τάσο.

Περνούσαμε καλά, ήρεμα κι αρμονικά. Μεταξύ μας υπήρχε εμπιστοσύνη, σεβασμός και κατανόηση. Όλο αυτό έμοιαζε με αγάπη. Κάποιες φορές μονότονη. Έλειπε κάτι νόστιμο, για να τη ζωντανέψει. Η σχέση μας ήταν γεμάτη, αλλά όχι πλήρης, πώς να το εξηγήσω, ήταν σημαντική, μα όχι ουσιαστική. Έπιασα από το ράφι την υδατική κρέμα σώματος και διάβασα μηχανικά τα συστατικά της. Περιείχε Αλόη και φρούτα του πάθους. Μάλιστα! Αυτό ήταν που μας έλειπε. Το πάθος. Δεν ήθελα να σκεφτώ εκείνη τη στιγμή αν το παιχνίδι ήταν εντελώς χαμένο, ήμουν όμως σίγουρη πως πολύ σύντομα θα συζητούσα τους προβληματισμούς μου με τον Τάσο.

Ηρεμότερη, γεμάτη αυτοπεποίθηση, άρχισα να χτενίζω τα μαλλιά μου. Τα έπιασα ψηλά και βγήκα από το μπάνιο για να πάω να ντυθώ. Το μπουρνούζι μου τεμπέλιαζε στα άπλυτα, το σώμα μου δεν ήταν από τα τελειότερα, αλλά δεν το έκρυβα από το σύντροφό μου, έτσι προχώρησα στο σπίτι γυμνή. Ανέμελη και εκτεθειμένη, με βρήκε ένα μεγάλο σοκ. Μπροστά μου καθόταν ένας άγνωστος νεαρός. Με το που με είδε πετάχτηκε όρθιος. Άφησα μια μικρή κραυγή, άρπαξα το μαξιλάρι του καναπέ για να καλυφθώ κι άρχισα να οπισθοχωρώ. Αφού κατάλαβε πως ήμουν τρομαγμένη και ντροπιασμένη, γύρισε από την άλλη και μου εξήγησε ότι ήταν ο Έκτορας και περίμενε τον αδερφό του που είχε πάει να παρκάρει το αυτοκίνητο που είχαν νοικιάσει με την Άννα, επειδή ο ίδιος οδηγούσε μόνο μηχανή. Τον παρακάλεσα να μην κοιτάξει, ψέλλισα πως δεν τον άκουσα να μπαίνει και ζητώντας του συγνώμη, έτρεξα στην κρεβατοκάμαρα.

Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή. Είχα γίνει ρεζίλι. Γλύκας ο Έκτορας πάντως, σκέτος κούκλος. Αλλά κι εγώ θεοπάλαβη που μπορούσα να σκέφτομαι τέτοια πράγματα. Καθυστερούσα το ντύσιμό μου, με την ελπίδα πως θα επέστρεφε γρήγορα ο Τάσος, γιατί δεν ήθελα να ξαναβρεθώ μόνη μου με τον αδερφό του. Έτσι κι έγινε. Με το που άκουσα την πόρτα και τις ομιλίες των άλλων, πετάχτηκα στο σαλόνι δήθεν στεναχωρημένη για την αργοπορία μου. Ο Έκτορας μου έκλεισε πονηρά το μάτι και κατάλαβα πως δεν είχε αναφέρει τίποτα για τη συνάντησή μας. Έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις κι αφού ανταλλάξαμε κάποιες τυπικές κουβέντες, ζήτησα από τα παιδιά να καθίσουν στο τραπέζι και από τον Τάσο να με βοηθήσει λίγο στο σερβίρισμα. Η Άννα προσφέρθηκε πρόθυμα να βάλει ένα χεράκι κι έτσι αφήσαμε τα δύο αδέρφια να τα πούνε.

Η κοπέλα, πέντε χρόνια μικρότερή μου, ήταν μια συνηθισμένη ομορφούλα, απλή και μετρημένη. Μου μίλησε για τις σπουδές της στην ψυχολογία, επάγγελμα που μάλλον της ταίριαζε, αφού έδειχνε άνθρωπος που μπορεί να ακούσει τον άλλον και μετά με ρώτησε για τα δικά μου. Της έδωσα το στίγμα μου και σχεδόν άτσαλα τη ρώτησα αν ήταν ευτυχισμένη με το αγόρι της. Έκπληκτη, κούνησε θετικά το κεφάλι της και βιάστηκε να φύγει με τη σαλάτα και το νερό, σαν κυνηγημένη. Δυστυχώς, είχε ακόμα να παλέψει με τα ταμπού της για να γίνει μια καλή ψυχολόγος.

Σε όλο το δείπνο, ένιωθα άβολα μέσα στο ίδιο μου το σπίτι. Εκείνο που με τάραζε ήταν οι συχνές επίμονες ματιές του Έκτορα. Και το θρασύ, μα γοητευτικότατο χαμόγελό του. Με άλλες συνθήκες θα με ξετρέλαινε αυτός ο γκόμενος, αλλά όπως είχαν τα πράγματα, τον αντιμετώπιζα σαν μακρινό συγγενή, που του χάριζα για λίγο την φιλοξενία μου.

Είδα με μεγάλη μου ευχαρίστηση πως όλα τα πιάτα είχαν αδειάσει. Δεν ξέρω αν χάρηκα για την επιτυχία του δείπνου ή για την γοργή εξέλιξή του. Πρότεινα να περάσουμε στο καθιστικό, για να είμαστε πιο άνετα. Έκανα να σηκωθώ από την καρέκλα μου, ο Έκτορας έτρεξε και ιπποτικά μου έδωσε το χέρι του, για να με βοηθήσει. Δήλωσε πως ήταν ενθουσιασμένος από τη γνωριμία και πως θα ήταν τυχερός όποιος παντρευόταν μια τόσο καλή μαγείρισσα, σαν κι εμένα. Χαμογέλασα και έτρεξα να φέρω τα γλυκά. Είχα μπει στα τριάντα, αλλά δε σκεφτόμουνα καθόλου το γάμο. Με τον Τάσο, άρχισα να συγκατοικώ κυρίως γιατί το διαμέρισμά του απείχε μόλις δέκα λεπτά από τη δουλειά μου, και συνέχιζα να το κάνω από συνήθεια. Όχι πάντως επειδή δεν μου άρεσε να ζω μόνη. Ευτυχώς και για τους δυο μας, η δημοσιογραφία τον υποχρέωνε να λείπει πολλές ώρες από το σπίτι, αλλά κι όταν ήταν εκεί τα είχαμε βρει και δεν ενοχλούσε ο ένας τον άλλον.

Σε αυτές τις σκέψεις, δυο χέρια με αγκάλιασαν θερμά. Πέρασε από το μυαλό μου, πώς ήρθε ο Τάσος να με ευχαριστήσει που τον έβγαλα ασπροπρόσωπο. Ήμουν γελασμένη. Γύρισα και αντίκρισα τον Έκτορα να με κοιτάζει λάγνα, με μια θανατηφόρα σοβαρότητα. Ματιά ανθρώπου που μπορεί να φτάσει στα άκρα. Και τότε έγινε. Έσκυψε και με φίλησε στο στόμα. Αυθόρμητα ανταποκρίθηκα. Ήταν ένα φιλί άκρως ερωτικό, αλλά διόλου πρόστυχο. Κράτησε πολύ, αλλά και λίγο. Σαν μια ζωή, που κανείς δεν μπορεί να πει αν είναι μικρή ή μεγάλη. Σαν καλό κοριτσάκι, ήμουν η πρώτη που απομακρύνθηκε από τη δίνη. Ένας Θεός ξέρει πως ξεκόλλησα. Δεν μπόρεσα να πω τίποτα, άρπαξα το δίσκο με τους μπακλαβάδες, που όσο κι αν τους κοιτούσα δεν καταλάβαινα τι έβλεπα και βγήκα φουριόζα από την κουζίνα, με την ευχή να μη γινόταν αντιληπτή η αναστάτωσή μου.

Για καλή μου τύχη, ο Τάσος έδειχνε στην Άννα το τελευταίο του άρθρο και δε μου έδωσαν καμιά σημασία. Ο Έκτορας έψαξε τα c.d. διάλεξε το αγαπημένο μου, το έβαλε να παίζει κι άρχισε να τρωει το γλυκό του. Ευτυχώς σχετικά νωρίς, ή Άννα νύσταξε, μας ευχαρίστησαν ευγενικά κι έφυγαν. Ανάσανα με ανακούφιση, που η βραδιά τέλειωσε αναίμακτα, χωρίς παρεξηγήσεις και παρατράγουδα. Ενώ επιθυμούσα να συζητήσω με τον Τάσο δεν είχα το κουράγιο να το κάνω. Εθισμένη στην τεμπελιά, μπέρδευα πάντα τα σημαντικά με τα ασήμαντα, αλλά ευτυχώς ως τότε είχα σπείρει μόνο μικρές καταστροφές.

Ο Τάσος είπε πως ήταν πτώμα από την κούραση. Θα έβλεπε τα τελευταία νέα και θα κοιμόταν. Ξάπλωσα μαζί του στο κρεβάτι, κρατώντας μια σεβαστή απόσταση. Έδειξε ενοχλημένος, πέρασε το χέρι του στους ώμους μου και μου χάιδεψε απαλά τα μαλλιά. Ήταν μια κίνηση που, συνήθως, με χαλάρωνε, αλλά εκείνη τη στιγμή τσιτώθηκα, σαν να μου είχαν κάνει ηλεκτροσόκ. Στο δωμάτιο δεν υπήρχε τίποτα για να μου τραβήξει την προσοχή. Στο μυαλό μου χτυπούσε το καμπανάκι του κινδύνου. Πανικός. Τι ήθελα και τι έπρεπε να κάνω τελικά. Μπορούσα σίγουρα να μείνω με αυτά που είχα. Το σπίτι κοντά στη δουλειά, τον Τάσο από τη Θεσσαλονίκη, που ήθελε να γίνει διάσημος στην Αθήνα, το ωραίο μου γιουβέτσι και την καλοβαλμένη ζωή μου. Από την άλλη πάλι, ήξερα πως θα είχα τα κότσια να τα βροντήξω όλα κάτω και να ζήσω έναν έρωτα τίγκα στο πάθος και το λάθος, στην αγκαλιά του Έκτορα, χωρίς φυσικά να είμαι σίγουρη αν εκείνος γούσταρε κάτι τέτοιο.



Στο απέναντι παράθυρο έλαμψε μια αστραπή. Έτσι αστραπιαία, πήρα κι εγώ την απόφασή μου. Ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος. Την επόμενη μέρα, όσο κι αν μισούσα τις μετακομίσεις, θα μάζευα τα πράγματά μου, θα αποχαιρετούσα τον Τάσο και θα πήγαινα στο εξοχικό μου, δίπλα στη θάλασσα. Αποκοιμήθηκα δακρυσμένη.

Περασμένες τρεις, άκουσα τον Τάσο να μιλάει στο τηλέφωνο και να ρωτάει τον αδερφό του αν ήταν πιωμένος. Σε λίγο τον ένιωσα να φεύγει από το κρεβάτι. Μισοκοιμισμένη όπως ήμουν, δεν κατάλαβα πως έφυγε και από το σπίτι. Το χάραμα με ξύπνησε το τηλέφωνο. Ψυχρά και αυστηρά μου ζήτησαν να επισκεφτώ αμέσως το αστυνομικό τμήμα της περιοχής, για κάποια σοβαρή υπόθεση. Ντύθηκα βιαστικά κι έτρεξα να λύσω το μυστήριο. Ο νους μου δεν πήγε στο κακό.

Στο τμήμα, βρήκα την Άννα σε μαύρο χάλι. Μαζί με τον αξιωματικό υπηρεσίας, μου εξήγησαν πως ο Τάσος μετά από έντονο καυγά που είχε με τον αδερφό του, τον σκότωσε και στη συνέχεια αυτοκτόνησε. Δεν καταλάβαινα τίποτα. Θέλησα να κοιτάξω την Άννα στα μάτια, αλλά στο βλέμμα της υπήρχε ένα εκτυφλωτικό φως γεμάτο πόνο, κοφτερό σαν ατσάλινο μαχαίρι πολεμιστή Σαμουράι. Συντετριμμένη, μουρμούριζε κάτι για μια συζήτηση που είχε με το αγόρι της, λίγο πριν εκείνο τηλεφωνήσει στον Τάσο. Έκλεισα τα αυτιά μου στα λεγόμενά της κι έφυγα σαν τρομαγμένο ελάφι. Δεν έμαθα ποτέ λεπτομέρειες για εκείνη τη συζήτηση.

Η κηδεία των παιδιών έγινε στη γειτονιά που είχαν μεγαλώσει. Εγώ δεν ξαναπήγα από τότε στη Θεσσαλονίκη, ούτε ξανακοίταξα κανέναν κατάματα. Φοβόμουνα μη δούνε τον τρόμο μου, έτρεμα μην ξαναδώ το φως.

Tuesday, July 11, 2006

Η κασετίνα του Καρέλια



Αχ πως ζηλεύω την κατεργάρα την κασετίνα του Καρέλια

με τα καινούρια της τσιγάρα που είναι γεμάτη πολυτέλεια

μες στα χεράκια σου την έχεις

και την θαυμάζεις και την μοστράρεις

αντί εμένα να προσέχεις ένα παλιόκουτο κορτάρεις


Να ήμουν καπνός να σ’ έπνιγα μέσα στην αγκαλιά μου

να ήμουν ταμπάκο ακριβό το κάπνισμα ν’ αφήσεις

μοναδική σου απόλαυση να έχεις τα φιλιά μου

ξύπνημα της Ανατολής γαλήνεμα της Δύσης

Αχ πως ζηλεύω την κατεργάρα την κασετίνα του Καρέλια

με τα λουσάτα της τσιγάρα κάνει τα νεύρα μου κουρέλια

μες στα χεράκια σου την έχεις

και την χαϊδεύεις και την βολτάρεις

αντί εμένα να προσέχεις ένα παλιόκουτο κορτάρεις

· Το Υπουργείο Υγείας προειδοποιεί:
Το κάπνισμα βλάπτει σοβαρά την υγεία!

Είμαι καλά!



Ανησυχείς όταν απ’ την παρέα χάνομαι δεν είναι η θλίψη όμως που με κουμαντάρει. Αν θες να μάθεις στην ψυχή μου τι αισθάνομαι για τα όνειρά μου έχω πια καλά σαλπάρει. Δεν έχω πάρει δανεικά από το διάβολο και δε χρωστάω της ζωής μου τα σπασμένα. Μπορεί να είναι το ταξίδι λίγο άβολο μα για προορισμό έχω να βρω εμένα.

Επωδός

Είμαι καλά! Φίλε είμαι εντάξει! Έχω αφήσει πίσω τα παλιά. Μέσα στον κόσμο το δικό μου έχω φτιάξει ένα παράθυρο ο ήλιος να χωρά.

Θες να με πάρεις μες τα κόλπα σου τα βρώμικα για να μη νιώθεις μόνος μέσα στο κελί σου. Κάτω από τ’ άστρα εγώ παίζω φυσαρμόνικα λυπάμαι μα δε θα κλειστώ στη φυλακή σου. Κι αν όλα αυτά τα θεωρείς λίγο ξενέρωτα εσύ που ψάχνεις κάτι για να σε μαγεύει. Τώρα που γέμισα για τη ζωή μου έρωτα γυμνή η αλήθεια μοναχά με γοητεύει.

Υ.Γ. αυτό τον καιρό για προσωπικό λόγο σκέφτομαι και μιλάω μόνο γαλλικά, το μόνο που βγαίνει στην Ελληνική είναι κάτι στιχάκια. Αυτά λοιπόν θα μοιραστώ μαζί σας. Να είσαστε καλά!

Saturday, July 08, 2006

Από φιλόξενο pc... φιλιά!





Είμαι στα παραμύθια μου σεληνιασμένος λύκος
Με γούστα vegeterian πολύ φευγάτος τύπος
Κι αν έχω δόντια κοφτερά είναι για τη βιτρίνα
Να μην μπορούν τα πρόβατα να με περνούν για βλήμα

Εγώ στα παραμύθια μου αγάπησα το δράκο
Στην αγκαλιά του ξενυχτώ μες τον βαθύ του λάκκο
Δεν με τρομάζουν οι φωτιές που βγάζει απ' τα ρουθούνια
Πως είμαι διαφορετική το έδειχνα από την κούνια

Μέσα στα παραμύθια μου σκότωσα τη φοβέρα
Σε όσους με κοροϊδεύουνε εύχομαι καλημέρα.
Δεν σου μοστράρω πρόσωπο σαν μια σπουδαία κάποια
Μπορώ να ονειρεύομαι χωρίς αλκοόλ και χάπια.

Wednesday, July 05, 2006

Λίγω πριν φύγω...



Το πιο αγαπημένο μου ποίημα,
από όσα έχω ακούσει,
είναι η εκκωφαντική απουσία του λόγου σου.
Για άλλους ένα ποίημα μπορεί να εκφράζει
όλη τους την ευτυχία ή τη δυστυχία.
Το δικό σου ποίημα για μένα,
εκείνο που ποτέ δεν είπαν τα ακριβά σου χείλη,
ήταν όλη η ευτυχία και η δυστυχία μου μαζί.
Δύο σε ένα, στην τιμή των πολλών.
Λένε πως όταν θες να μάθεις κάτι στον άλλον
επειδή οι συμβουλές σπάνια εφαρμόζονται,
είναι σωστό να του δίνεις, αυτό που εσύ εννοείς,
καλό παράδειγμα.
Εσύ μοστράρισες στην φλυαρία μου
την απόλυτη σιωπή σου.
Όσα είχες να μου μάθεις τα έκλεισες
σε ένα νεύμα του κεφαλιού σου,
κι ας ήξερες πόσο ακουστικός τύπος είμαι…
Και τώρα πια που τόσο αγάπησα τον ήχο της σιωπής,
τώρα που τον έκανα δικό μου,
τίποτα από εσένα πια δεν θα μου λείψει.
Εσένα όμως;;;;;
Σςςς…

Με το ζόρι... πάω













Εκαπιδευτικό σεμινάριο :(
Δεν έχω ιδέα πότε θα επιστρέψω, μα ούτε και γιατί το κάνω...

Ελπίζω σε ευχάριστες εκπλήξεις...
Να είσαστε όλοι καλά!
Αλιενοφιλιά!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!

Tuesday, July 04, 2006

Ξενιτεμένα χελιδόνια










Αυτούς που φύγανε με πλοίο ή με τρένο
και όσους άρπαξε κάποιο αεροπλάνο
μες τα τραγούδια μου πάντα τους ανασταίνω
και με τη σκέψη τους την προσευχή μου κάνω

επωδός
Άλλος Αστόρια και άλλος Γερμανία
ξενιτεμένα χελιδόνια στα όνειρά τους
κάτω από ξένους ουρανούς με αγωνία
μέρα και νύχτα παζαρεύουν τη χαρά τους

Αυτούς που φύγανε εγώ τους περιμένω
και όλο στρέφω τη ματιά μου προς τα πάνω
τις κρύες νύχτες του χειμώνα ανασαίνω
την παγωμένη τους καρδιά για να ζεστάνω

Αυτοί που φύγανε με πλοίο ή με τρένο
ή με ένα γρήγορο μεγάλο αεροπλάνο
θα επιστρέψουνε κι εγώ θα περιμένω
στο καλωσόρισμα γιορτή για να τους κάνω

με αγάπη σε πολύ κοντινούς μακρινούς...

Monday, July 03, 2006

Καπετάν Θανάσης

στον Σ. Μπ.



Του είπα καλημέρα. Κι ένας νέος κόσμος άνοιξε μπροστά μου. Την Κυριακή τα χαράματα με πήρε με τη βάρκα του να πάμε να ψαρέψουμε. Σεβάστηκε την αντίρρησή μου για τα δίχτυα κι έτσι πήραμε μόνο πετονιές και δολώματα.

Δεν έκρυψε την έκπληξή του όταν είδε πως έκοψα τη γαρίδα και πως την πέρασα στο αγκίστρι. Γούρλωσε τα μάτια του όταν έφερα επάνω τα πρώτα ψάρια και που κατάφερα να τα βάλω στη βάρκα.
- Δεν είναι η τύχη του πρωτάρη, έτσι κόρη μου; Με ρώτησε χαμογελώντας.
- Ψαρεύω από 5 χρονών! του απάντησα.
- Σαν τον Κωστή μου… είπε με μισή φωνή.

Ο Κωστής του… έφυγε στα 24 με τη μηχανή του για το Ναύπλιο. Δε γύρισε ποτέ, λίγες μέρες μετά τα σαράντα τον ακολούθησε κι η μητέρα του. Έμεινε ο Θανάσης κι η κόρη του, που κι αυτή δεν είναι κοντά του, μιας και παντρεύτηκε στη Σαντορίνη.

Μάγειρας στα καράβια ο Θανάσης, από παντού στάζει θάλασσα. Αφού ήταν τόσο όμορφος στα εξήντα-πέντε του θα πρέπει να ήταν κούκλος στα νιάτα του. Έδειχνε πολύ ευχαριστημένος με τον τρόπο που ψάρευα. Κάποια στιγμή με ρώτησε τι είχα βάλει στη γαρίδα μου και ήταν πιο τραβηχτική. Του είπα πως ήταν μια μυστική πατέντα του συχωρεμένου του πατέρα μου και του εξήγησα πως γίνεται. Χάρηκε επίσης που σταμάτησα να ψαρεύω όταν έκρινα πως είχα πιάσει αρκετά ψάρια. Σταμάτησε κι εκείνος, έβγαλε ένα γκαζάκι και έφτιαξε καφέ ελληνικό. Σπάνια πίνω, μα εκείνο το καφεδάκι το απόλαυσα!

Τον παρακάλεσα να μου πει καμιά θαλασσινή ιστορία. Συμφώνησε μα πρώτα θέλησε να μάθει πως και του μίλησα, εκείνο το πρωί. Του εξήγησα πως για καιρό ήταν ο πρώτος άνθρωπος που συναντούσα μόλις ξυπνούσα και πως είχα παρατηρήσει πως δεν του μιλούσαν οι άλλοι στην παραλία.

Μου εξήγησε πως για ένα παράξενο λόγο από τότε που έχασε το γιο και την κυρά του, δεν του μιλούσε κανείς στην περιοχή. Του είπα πως μάλλον φοβόντουσαν μήπως κολλήσουν θάνατο και κούνησε το κεφάλι του στέλνοντάς μου ένα φιλί.

Ύστερα μου είπε για το πρώτο του ταξίδι, που πήρε τσάμπα τα λεφτά αφού ήταν συνέχεια στην κουκέτα του λόγω ναυτίας. Γρήγορα με ξενάγησε σε περίφημα λιμάνια σε ήρεμες και ταραγμένες θάλασσες και ένιωσα βαθιά μέσα μου τη μυρωδιά των βαποριών του.

Μας έκαιγε ο ήλιος στην επιστροφή. Δεν καταλάβαινα τίποτα, τον κοιτούσα και τραγουδούσα Καββαδία, που τον λάτρευε. Όταν μοιράσαμε τα ψάρια με ρώτησε πως και δεν είμαι παντρεμένη. Του είπα πως ήρθε έτσι το πράγμα που και οι δυο άντρες που είχα σκεφτεί πως θα παντρευόμουν, πέρασαν απρόσμενα στην άλλη όχθη…

Σκοτείνιασε κι άλλαξε γρήγορα κουβέντα. Θα φύγει λίγο στη Σαντορίνη κι όταν επιστρέψει το επαναλαμβάνουμε, μου είπε. Όπως χωριζόμαστε μου φώναξε:
- δεν ξέρω αν είσαι του ουρανού ή της θάλασσας, πάντως είσαι άξια καπετάνισσα.
- Δεν το γύρεψα ποτέ, εγώ θέλω απλά να ταξιδεύω. Του είπα.
- Καλοτάξιδη να είσαι κορίτσι μου!

- Ώρα καλή καπετάνιε!